Ανναλίζα Μπαρμπιέρι: Τι μου δίδαξε η αγάπη μου για τις γάτες για τον εαυτό μου

Η Ανναλίζα Μπαρμπιέρι διηγείται μέσα από τις στήλες του Guardian, όπου και αρθρογραφεί, ότι πάντα φοβόταν τις γάτες. Αλλά με την οικογένειά της να ψάχνει απεγνωσμένα για ένα κατοικίδιο, τελικά ενέδωσε και άνοιξε το σπίτι της στον Σίντνεϊ. Και εξηγεί πώς, τελικά, ξεπέρασε τον φόβο της.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΛΙΖΑ ΜΠΑΡΜΠΙΕΡΙ

Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φιλούσα μια γάτα. Ή ότι θα μου άρεσαν ή ότι θα βρισκόμουν μέσα ένα δωμάτιο μαζί τους. Οι γάτες, για μένα, ήταν κακές και απρόβλεπτες. Μια κλασική αποτύπωση του φόβου, αν έχω δει ποτέ καμία, που εκδηλώνεται ως αντιπάθεια. Έντονος φόβος. Έντονη αντιπάθεια.

Όμως αργότερα έγινα μητέρα και, όπως όλοι ξέρουμε, η μητρική αγάπη σε κάνει ενίοτε να επιδιώκεις περίεργα, ανιδιοτελή πράγματα. Τα παιδιά μου άρχισαν να μου ζητούν να υιοθετήσουμε μια γάτα. Φυσικά, είπα όχι. Το σπίτι μου ήταν το καταφύγιό μου, το μέρος όπου ένιωθα ασφάλεια. Δεν επιτρέπονται γάτες. Για αρκετά χρόνια ζητούσαν, κατά καιρούς, να πάρουμε μια γάτα. Τελικά, οι λίστες με τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να πάρουμε μια γάτα άρχισαν να αποκτούν διαστάσεις παπύρου κι άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα γατάκι. Άρχισα να βλέπω βίντεο με γατάκια. Ήταν χαριτωμένα.

Αρχίσαμε να ψάχνουμε. Κέντρα διάσωσης, εκτροφείς. Μερικοί εκτροφείς που συναντήσαμε ήταν πραγματικά θεότρελοι. Μία εκτροφέας μας απέκλεισε με την αιτιολογία ότι είχαμε πει ότι θα πηγαίναμε σε μια σχολική γιορτή και έστειλε ένα email που “έσταζε δηλητήριο”: «Αν πρόκειται να βάλετε τα παιδιά σας πάνω από τα γατάκια, τότε δε σας αξίζει μια γάτα». Ένας άλλος μας είπε ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε μόνο μία γάτα, αλλά ότι θα έπρεπε να υιοθετήσουμε δύο. Και η μία ξεπερνούσε ήδη το όριο για μένα.

Αυτό δεν έκανε τίποτα για να κατευνάσει τον φόβο μου σύμφωνα με τον οποίο ο κόσμος των γατών ήταν ένας κόσμος στον οποίο δεν ήθελα να συμμετέχω. Τότε ήρθε ο Covid. Φτάσαμε στην κορυφή της λίστας ενός κέντρου διάσωσης μόνο και μόνο για να μας πουν ότι δεν μπορούσαμε να συναντήσουμε πρώτα το γατάκι – έπρεπε απλώς να εμφανιστούμε εκεί και να το παραλάβουμε. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν σημαντική. Η φίλη μου η Άννα μου μίλησε για μια γάτα που είχε έρθει μέσω μιας αγγελίας εφημεριδοπωλείου, η οποία αποδείχθηκε “δαιμονική”.

«Είναι αδύνατον να εξηγήσω τον φόβο που ένιωσα. Ήμουν διαρκώς στην τσίτα. Ένιωθα ότι είχα αφήσει ένα τέρας να μπει στο σπίτι μου».

 

Ανναλίζα Μπαρμπιέρι, Αρθρογράφος στον Guardian

Τελικά, μας προσέφεραν ένα γατάκι που μπορούσαμε πρώτα να το γνωρίσουμε. Η ιδιοκτήτριά του ήταν ήρεμη και καθησυχαστική. Της είπα ότι φοβόμουν. Με καταλάβαινε. Το γατάκι, ο Σίντνεϊ, ήταν 13 εβδομάδων, τα αδέλφια του είχαν ήδη υιοθετηθεί κι ακόμη και για τον ίδιο είχαν υποσχεθεί ότι θα τον έδιναν σε έναν άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πορεία άλλαξε γνώμη. Ως υπέρμαχος της προσκολλημένης ανατροφής, μου άρεσε που ήταν ακόμα με τη μαμά του.

Πήγαμε να τον δούμε. Ήταν χαριτωμένος. «Δε θα γρατζουνίσει», είπε η κηδεμόνας του, προσθέτοντας ότι «οι γονείς του είναι πολύ ήρεμοι και ανεπιτήδευτοι». Αυτά ήταν όμορφα, πολύ όμορφα λόγια για μένα και, για πρώτη φορά από τότε που ήμουν τεσσάρων ετών, χάιδεψα μια γάτα. Δε γρατζούνισε. Στη συνέχεια έπαιξα μαζί του κρυφτό. Φύγαμε, το σκεφτήκαμε και επιστρέψαμε για να τον πάρουμε την επόμενη ημέρα. Ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένη. Η φοβία μου για τις γάτες θεραπεύτηκε! Οι φίλοι μου έμειναν άφωνοι: «Θα πάρεις γάτα; Μα τις φοβάσαι». Όχι πια, σκέφτηκα.

Τη στιγμή που τον πήραμε σπίτι, όλα άλλαξαν. Ένιωθα συγκλονισμένη και τρομοκρατημένη. Κι εκείνος ήταν τρομοκρατημένος, φυσικά. Δεν ήξερα τι ήθελε ή τι σκεφτόταν. Ήταν απρόβλεπτος και δεν τα πάω καλά με τους απρόβλεπτους για λόγους που θα ανακαλύψουμε αργότερα. Ένιωθα ότι προσπαθούσε να με παγιδεύσει για να τον χαϊδέψω ώστε να βρει την ευκαιρία να με πληγώσει. Το ότι διάβασα ένα άρθρο που έλεγε: “Οι γάτες που πέφτουν ανάσκελα για να τους γαργαλήσεις την κοιλιά, απλά θέλουν να έρθεις κοντά τους για να σε κάνουν κομμάτια”, δεν βοήθησε ιδιαίτερα… Ο καημένος ο Σίντνεϊ έπεφτε συνέχεια ανάσκελα μπροστά μου και εγώ απλά τον αγνοούσα -μην ανησυχείτε, όλοι οι υπόλοιποι τον πρόσεχαν και του συμπεριφέρονταν με αγάπη.

Είναι αδύνατο να εξηγήσω τον φόβο που ένιωσα – ήταν τεράστιος και παράλογος. Ήμουν συνεχώς στην τσίτα. Ένιωθα ότι είχα αφήσει ένα τέρας να μπει στο σπίτι μου. «Μπορούμε απλά να τον δώσουμε πίσω», πρότειναν όλοι για να με βοηθήσουν. Όμως, ήξερα ότι δεν μπορούσαμε. Το εξήγησα τότε, όπως θα το εξηγήσω και τώρα: ήταν σαν να είχα ανοίξει μια πόρτα στο σπίτι μου που δεν γνώριζα προηγουμένως και αυτή η πόρτα οδηγούσε σε ένα δωμάτιο με εκρηκτικά και δεν μπορούσα πια απλώς να κλείσω την πόρτα και να φύγω, αλλά ούτε και να περάσω από μέσα. Ένιωθα ότι είχα κολλήσει. Έπρεπε να το αντιμετωπίσω – τα εκρηκτικά έπρεπε να εξουδετερωθούν.

Τότε άρχισαν οι αναδρομές. Αναδρομές με εμένα σε παιδική ηλικία να κρύβομαι πίσω από τον καναπέ, πράγμα περίεργο, καθώς ο καναπές μας στο πατρικό μου ήταν πάντοτε κολλητά στον τοίχο και ποτέ δεν κρύφτηκα πίσω του. Οι αναδρομές αυτές με έκαναν υστερική.

Εκείνο το πρώτο Σάββατο, η φίλη μου η Ταμσίν (επαγγελματίας στις γάτες, η ίδια έχει μια Βεγγάλης) μου έστειλε μήνυμα. Ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ήρθε να περάσει όλη την ημέρα μαζί μου. Ένιωθα καλύτερα με εκείνη μαζί μου, η εμπιστοσύνη της με έκανε πιο σίγουρη, πιο ήρεμη. «Αυτή είναι η πιο ήρεμη γάτα που έχω γνωρίσει ποτέ», είπε. Αλλά κάτι άλλο συνέβη εκείνη την ημέρα. Παρατήρησα ότι όταν ο Σίντνεϊ ήταν μαζί της ήταν προφανές στα μάτια μου ότι έπαιζε, αλλά όταν έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα μαζί μου – γατίσια πράγματα – νόμιζα ότι με κορόιδευε, ότι ήθελε να με πληγώσει, επειδή είχα κάνει κάτι λάθος. Ήταν μια στιγμή συνειδητοποίησης. Κάτι άλλαξε και συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα ήμουν εγώ, όχι η γάτα.

Λίγο καιρό πριν, είχα ηχογραφήσει ένα podcast αναφορικά με τα ψυχολογικά τραύματα με την ψυχίατρο και ψυχαναλύτρια Δρ. Τζό Στάμπλεϊ. Άρχισα να αναγνωρίζω κάποια από τα πράγματα που μου συνέβαιναν. Κάτι μέσα μου είχε ενεργοποιηθεί, κάτι που δεν είχα επεξεργαστεί. Δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου τη Δρ. Στάμπλεϊ, αλλά απεγνωσμένη όπως ήμουν της έστειλα ένα email. Συμφώνησε να μου μιλήσει στο τηλέφωνο. Είπε μερικά πράγματα που ήταν εξαιρετικά ωφέλιμα. «Δε νομίζω ότι πρέπει να τον επιστρέψετε, μπορείς να τα καταφέρεις. Πίεσε τον εαυτό σου, αλλά μην έχεις υπερβολικές απαιτήσεις από εκείνον, μην καταβάλλεσαι Δεν είναι κακή ιδέα να έχεις ένα ασφαλές μέρος, όπου δεν θα υπάρχουν γάτες, για να μπορείς να αποσύρεσαι. Πέρασε χρόνο με τον Σίντνεϊ, αλλά με το πρώτο σημάδι ότι αρχίζεις να ξεπερνάς τα όριά σου, να πηγαίνεις στο μέρος όπου νιώθεις ασφάλεια». Το καλύτερο από όλα ήταν: «Θα σε προκαλέσω με ήπιο τρόπο λέγοντάς σου ότι οι γάτες δεν είναι τόσο απρόβλεπτες όσο νομίζεις».

Αυτή ήταν μια σωστή, πρακτική συμβουλή που ήμουν σε θέση να ακολουθήσω. Σιγά-σιγά περνούσα περισσότερο χρόνο με τον Σίντνεϊ. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελε να μου κάνει κακό, πως το ότι ερχόταν κοντά μου και έτριβε το πρόσωπό του πάνω μου ήταν σημάδι ότι με συμπαθούσε. Είχα ασφαλή μέρη όπου εκείνος δεν επιτρεπόταν να μπει και για κάποιο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να μείνω μόνη στο σπίτι μαζί του, ήταν υπερβολικό για μένα. Ακολουθώντας, όμως, τις συμβουλές της Δρ. Στάμπλεϊ και ωθώντας τον εαυτό μου σταδιακά έξω από τη ζώνη άνεσής μου, αλλά ποτέ χωρίς να υπερβάλλω, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Όταν έρχονταν οι αναδρομές, πήγαινα στο παιδί μου και του έλεγα ότι ήταν εντάξει, ότι το “είχα”, ότι μπορούσα να το διαχειριστώ. Δεν ξέρω πότε άλλαξαν τα πράγματα, χρειάστηκε πολύς χρόνος, αλλά ξέρω ότι η αυτοπεποίθηση αυξάνεται κάνοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Αυτό έκανα, λοιπόν. Μέχρι που μια μέρα, διαπίστωσα ότι ήμουν εντελώς εντάξει με όλα αυτά.

Αλλά τι νόημα θα είχαν όλα αυτά για μένα ή για εσάς, αν δεν προσπαθούσα να ανακαλύψω τι μου είχε συμβεί; Έτσι, ένα χρόνο και κάτι αφότου αποκτήσαμε τον Σίντεϊ, ξαναπήγα στην ψυχαναλύτρια για να προσπαθήσω να μάθω, αλλά και να της πω, για το επίτευγμά μου -κάτι για το οποίο είμαι ακόμα πολύ περήφανη. Η φίλη μου μού πήρε μια κονκάρδα που έγραφε “Μπράβο!”. Αλλά πρώτα της είπα λίγα πράγματα για το ιστορικό μου, την παιδική μου ηλικία, η οποία ήταν πολύ τρυφερή και συμπονετική, αλλά κατά καιρούς κάποιοι από τους γύρω μου συμπεριφέρονταν απρόβλεπτα. Έμαθα να αναγνωρίζω τις διαθέσεις από μικρά πράγματα – τη γλώσσα του σώματος, τον τόνο της φωνής. Συνέχισα να προσπαθώ, αλλά η προσπάθεια και η επαγρύπνηση δεν ήταν πάντα αρκετές. Κάποιες φορές πληγώθηκα. Μερικές φορές σωματικά, πολλές φορές ψυχολογικά. Δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι τέτοιο, είναι χαραγμένο στο μυαλό σου, στην ψυχή σου, γίνεται μέρος αυτού που είσαι.

Η Δρ. Στάμπλεϊ πίστευε ότι είχα κάτι που ονόμασε “θύλακες ευπάθειας” (“pockets of vulnerability”) που είχαν ενεργοποιηθεί από τη γάτα μου. Ένα από τα πράγματα με τα οποία πάντα πάλευα ήταν το να εξηγήσω το λόγο που φοβόμουν τόσο πολύ τις γάτες. «Σε έχουν δαγκώσει;», ρωτούσαν οι άνθρωποι, ή «είχες κάποια άσχημη εμπειρία;». Η αλήθεια είναι ότι όχι, δεν είχα.

«Υπάρχει κάτι με τις φοβίες που δε συζητιέται», εξήγησε η ψυχίατρος. «Πιστεύουμε ότι αν κάποιος φοβάται κάτι, ένα αντικείμενο, ένα ζώο ή μια κατάσταση, είναι πάντα επειδή είχε μια κακή εμπειρία σε σχέση με αυτό. Αλλά αυτό που μπορούμε, επίσης, να κάνουμε είναι να προβάλλουμε σ’ αυτά τα αντικείμενα, τα ζώα ή τις καταστάσεις, κάτι που συνδέεται με αυτούς τους προηγούμενους “θύλακες ευπάθειας”».

Μου εξήγησε ότι είχα γίνει πολύ καλή, ως παιδί, στο να διατηρώ τον εαυτό μου ασφαλή «αντιλαμβανόμενη την ατμόσφαιρα του δωματίου και διαβάζοντας τους ανθρώπους. Αλλά ήρθε αυτό το μικρό πλάσμα και δεν μπορούσες να “διαβάσεις” την ατμόσφαιρα, δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τις συνήθεις ενδείξεις που είχες με τους ανθρώπους».

Υπήρχε και κάτι άλλο. Ήταν εμφανές ότι χαλάρωνα όταν στη δυάδα ερχόταν να προστεθεί ένα άλλο άτομο, κάποιος που ήξερε περισσότερα από μένα, που μου έδινε αυτοπεποίθηση. Στην περίπτωση του Σίντεϊ ήταν η προηγούμενη ιδιοκτήτριά του και η φίλη μου η Ταμσίν. Και σε κάποιο βαθμό η Δρ. Στάμπλεϊ. Αλλά όταν δεν ήταν εκεί, ένιωθα σαν το μικρό παιδί που έμενε και πάλι μόνο του με κάτι που είναι απρόβλεπτο. Όταν η ψυχαναλύτρια με ρώτησε ποιος υπήρξε ο σταθεροποιητικός ενήλικας για μένα ως παιδί, έβαλα τα κλάματα. Ήταν ο πατέρας μου.

«Βλέπετε», εξήγησε η Δρ. Στάμπλεϊ, «η αντιξοότητα ή η απειλή μετατρέπεται σε τραύμα μόνο όταν δεν έχεις κάποιον άλλο να σε βοηθήσει να το επεξεργαστείς. Πρέπει να έχεις αυτό το άτομο για να σε βοηθήσει να νιώσεις ασφάλεια και να σκεφτείς καλύτερα». Τελικά έγινα αυτό το άτομο για τον εαυτό μου. Ο δικός μου προβλέψιμος ενήλικας.

Είναι αδύνατο να τονίσω αρκετά το πόσο ικανοποιημένη είμαι με τον εαυτό μου που το ξεπέρασα αυτό. Κάθε φορά που βλέπω τον Σίντεϊ, μου υπενθυμίζει το επίτευγμά μου. Ο Σίντνεϊ είναι πράγματι η πιο ήρεμη, η πιο ανεπιτήδευτη γάτα. Δε με έχει γρατζουνίσει ποτέ. Δεν είναι ποτέ απόμακρος. Με συμπαθεί. Τον φιλάω, συχνά. Δε με πειράζει. Μπορώ να τον διαβάσω σαν βιβλίο τώρα και αυτό το βιβλίο είναι ευγενικό και τρυφερό. Οι γάτες δεν είναι καθόλου απρόβλεπτες. Αφού τον είχαμε έξι μήνες, είπα: «Ας πάρουμε άλλη μια γάτα» και ξέρετε κάτι; Το κάναμε.

Πηγή: Guardian

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ