FETUA-3: Η πρωτεΐνη που εξουδετερώνει τις βασικές τοξίνες του δηλητηρίου των κροταλιών

Τα δηλητηριώδη φίδια ευθύνονται για περίπου 120.000 θανάτους και 400.000 τραυματισμούς που αφήνουν μόνιμα προβλήματα, ακόμη και αναπηρία, ετησίως σε όλο τον κόσμο.

Μια ομάδα βιολόγων στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ (UMD) στις ΗΠΑ διερεύνησε γενετικό υλικό προερχόμενο από Crotalus atrox, του είδους του κροταλία με τις περισσότερες κωδικοποιημένες τοξίνες στο γονιδίωμά του απ’ οποιοδήποτε άλλο γνωστό είδος, προκειμένου να μειώσουν τη σοβαρότητα των δαγκωμάτων από δηλητηριώδη φίδια.

Το σύνολο των ευρημάτων που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα μελέτη δημοσιεύθηκαν στο “Proceedings of the National Academy of Sciences” (PNAS) και θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη βελτιωμένων θεραπειών για το δάγκωμα φιδιού. Στα πλαίσια της έρευνας, οι βιολόγοι εντόπισαν μια πρωτεΐνη με την ονομασία FETUA-3, η οποία αναστέλλει ένα ευρύ φάσμα τοξινών που εμπεριέχονται στο δηλητήριο του κροταλία.

Ο επικεφαλής συγγραφέας της ερευνητικής εργασίας, Σον Κάρολ, διακεκριμένος καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και αντιπρόεδρος της Ομάδας Επιστημών και Εκπαιδευτικών Μέσων του Ιατρικού Ινστιτούτου Χάουαρντ Χιουζ (HHMI), δήλωσε ότι μία καλή θεραπεία για το δάγκωμα φιδιού θα πρέπει να είναι ικανή να εξουδετερώνει τα δηλητήρια πολλών ειδών φιδιών, κι όχι μόνο ενός είδους.

Ο ίδιος εξήγησε ότι η πρωτεΐνη FETUA-3 ανέστειλε μεγάλο αριθμό τοξινών -περισσότερες από 20-, ενώ κατάφερε, επίσης, να προσδεθεί και να αναστείλει τις τοξίνες που περιέχονται στο δηλητήριο αρκετών άλλων ειδών κροταλία που εξετάσθηκαν, πέραν του Crotalus atrox. Σημείωσε, ωστόσο, ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί πόσο ευρεία μπορεί να είναι η χρήση της συγκεκριμένης πρωτεΐνης ή αν θα χρειαστούν πρόσθετες τροποποιήσεις, ενώ αναγνώρισε, ακόμα, ότι η η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα φέρνει τους ερευνητές ακόμη πιο κοντά στη δημιουργία ενός αντι-δηλητηρίου.

«Πολλές σημερινές θεραπείες που χρησιμοποιούν απαρχαιωμένες τεχνολογίες και αντιβιοτικά παρουσιάζουν μειονεκτήματα, όπως η διακύμανση ή η έλλειψη δραστικότητας, προσμίξεις που προκαλούν παρενέργειες και ασυνέπεια στην κατασκευή», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Φιόνα Ούκεν, η οποία εργάζεται στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ και στο Ιατρικό Ινστιτούτο Χάουαρντ Χιουζ. Η ίδια ανέφερε, επίσης, ότι βελτιώνοντας την κατανόηση της μοριακής βάσης της αναστολής του δηλητηρίου, οι ερευνητές θα οδηγηθούν σταδιακά στη γνώση που απαιτείται για τη δημιουργία νέων και πιο αποτελεσματικών θεραπειών.

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ