Η Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας Νάνσυ Ψημενάτου και ο τρόπος που βίωσε τον χαμό του αγαπημένου της σκύλου Ντίνο

Ακούστε το άρθρο στο Spotify:

Της Βασιλείας Καμάρα 

Προσπαθώντας να γυρίσει την μνήμη της πίσω στο χρόνο για να θυμηθεί μια αστεία ιστορία του Ντίνου, η Νάνσυ Ψημενάτου δυσκολεύτηκε καθώς ο χαμός του αγαπημένου της σκύλου είναι ακόμα νωπός. 

Η Νάνσυ είναι Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, ειδική στην διαχείριση πένθους, και όταν έγραφε το βιβλίο της με τίτλο «Πένθος, το ταξίδι στη Χώρα του Παράδοξου» αποτύπωνε και τον δικό της φόβο για την απώλεια του πιο πιστού της φίλου και έφτασε η στιγμή να το βιώσει τελικά η ίδια.

«Όταν το έγραφα είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να έρθει αυτή η ώρα για τον Ντίνο (πράγμα που συνέβη) όχι λόγω κάποιας …μεταφυσικής πραγματικότητας αλλά γιατί αυτό που περιέγραφα στην ουσία ήταν ο φόβος μου. Ενας φόβος που κυριαρχεί στο μυαλό πολλών ανθρώπων που αγαπούν τα ζώα τους», αναφέρει στo pet-in.gr. 

Αγαπημένου
Στην φωτογραφία ο γλυκός Ντίνος

Το όνομα του σκύλου της ήταν Ντίνος. Προήλθε από το αρχικό του Bandito που σημαίνει ληστής στα ιταλικά αφού έκλεψε τις καρδιές όλων όσων τον γνώρισαν όμως με το καιρό το όνομα έγινε Ντίνος. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαψε να ακούει και στο Bandito.

Ο Ντίνος μπήκε στη ζωή της ως δώρο. Και ήταν στην πραγματικότητα δώρο για εκείνη «καθώς την συντρόφευσε όλα αυτά τα χρόνια δίνοντας της αγάπη, στήριξη και παρέα». 

Ήταν εύκολος χαρακτήρας που αγαπούσε πολύ τα μεζεδάκια αλλά και να κουλουριάζεται πάνω στο σβέρκο της και μέσα στις κουβέρτες.

«Του άρεσε να κουλουριάζεται μέσα στις κουβέρτες και μέχρι να μάθουμε αυτή του την συνήθεια νομίζαμε ότι τον είχαμε χάσει καθώς ο ίδιος ήταν καφετούλης και η κουβέρτα με την οποία είχε τυλιχτεί ήταν επίσης καφέ,» θυμάται χαρακτηριστικά.

Ο Ντίνος γεννήθηκε 20/9/2006 και πέθανε 19/12/2022. Ήταν 16 ετών. 

Στον Ντίνο άρεσε να τυλίγεται με την κουβέρτα

Για να τιμήσει την μνήμη του Ντίνου, η Νάνσυ Ψημενάτου μοιράστηκε στο Facebook ένα απόσπασμα από το βιβλίο της που όταν το διαβάσαμε η καρδιά μας ράγισε και έγινε χίλια κομμάτια. 

Στο κεφάλαιο του βιβλίου «Πένθος για τα κατοικίδια», μιλάει για το πένθος που βιώνει η ηρωίδα για τον σκύλο της τον Τομ: 

«Οδηγούσα ώρα πολλή, κάνοντας κύκλους ούτε και ξέρω πόση ώρα, προσπαθώντας να καθυστερήσω το αναπόφευκτο. Τα μάτια μου ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα. Στο διπλανό κάθισμα καθόταν ο Τομ. Με κοίταζε και μέσα στα πονεμένα του μάτια ήξερα ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση. 

Ο γιατρός ήταν κατηγορηματικός. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Ούτε εγχείρηση ούτε φάρμακα. Η ευθανασία ήταν η καλύτερη λύση, αφού οι λίγες μέρες που απέμειναν στον Τομ θα ήταν γεμάτες από πόνο. Και δεν του άξιζε κάτι τέτοιο, αφού τα τελευταία 15 χρόνια που είχα μοιραστεί μαζί του, το μόνο που εκείνος έφερνε στη δική μου ζωή ήταν χαρά. 

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πώς βγήκε από το κλουβάκι του – μια τόσο δα μικρή χνουδωτή μπαλίτσα – και με ασταθή μικρά βηματάκια κατέληξε στην αγκαλιά μου. Και τότε τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα χαράς, αφού πάντα ήθελα να αποκτήσω έναν σκύλο. Αυτός απέκτησε εμένα και εγώ αυτόν. 

Αυτά τα 15 χρόνια που μοιράστηκα μαζί του τον φρόντισα με ευθύνη και δέσμευση. Τον συνόδευσα στον γιατρό για τα πρώτα του εμβόλια, τον κοινωνικοποίησα με άλλα σκυλιά και ανθρώπους, τον πήγαινα καθημερινά βόλτες που τόσο αγαπούσε, δεν τον άφηνα μόνο του πολλή ώρα, τον έπαιρνα μαζί μου στις διακοπές, σεβόμουν τον ύπνο του, διάλεγα την τροφή του με προσοχή, επέλεγα να πηγαίνω σε μέρη όπου είχαν την ταμπέλα: «Κατοικίδια δεκτά». Τον στείρωσα στην κατάλληλη ηλικία, του φόραγα το κολάρο για τα τσιμπούρια, έπαιζα μαζί του. Κοιμόμουν μαζί του. Φρόντιζα να μην ενοχλεί τους γείτονες με το γάβγισμά του και μάζευα από τον δρόμο τις ακαθαρσίες του. Όταν αρρώστησε, έκανα ό,τι ήταν δυνατό ώστε να λάβει την κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Την αγάπη που του έδωσα και την αφοσίωση μου την ανταπέδωσε στο εκατονταπλάσιο. Με περίμενε στωικά να γυρίσω, με κοίταζε στα μάτια όταν ήμουν στενοχωρημένη και με συγχώρησε, πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι εγώ συγχώρεσα τον εαυτό μου, όταν τον χτύπησα στον ποπό του (οκτώ φορές μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια). Τώρα, όμως, πώς να με συγχωρέσω; Τον πήγαινα εκείνη την τελευταία βόλτα. Αυτή τη βόλτα που, για πρώτη φορά έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, θα πηγαίναμε μαζί αλλά θα γύριζα μόνη μου.

Τη διαδικασία μου την είχε εξηγήσει ο κτηνίατρος. Με λίγα λόγια: «Δεν θα πονέσει και δεν θα υποφέρει». Θα μπορούσα να τον έχω στην αγκαλιά μου και θα μπορούσα να τον κοιτάω στα μάτια. Θα του χαμογελούσα και θα τον καθησύχαζα ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Μάζεψα και τα τελευταία ίχνη κουράγιου που μου είχαν απομείνει. Τον πήρα αγκαλιά, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει πλέον, και μπήκα στο ιατρείο. Η γνωστή μυρωδιά απολυμαντικού τρύπησε τα ρουθούνια μου. Έτρεμαν τα πόδια μου και έσφιξα τον Τομ πάνω μου. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι και ήθελα να φύγω από κει μέσα τρέχοντας. Ο γιατρός βγήκε από το γραφείο και μου είπε: «Ελάτε μέσα, σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει, κάνετε το καλύτερο». Έπρεπε να πω το αντίο. Αλλά δεν ήξερα το πώς. 

Έπρεπε να πω το αντίο, αλλά δεν ήθελα…»

Σε συνέντευξή της στο infowoman.gr, η σύμβουλος ψυχικής υγείας ανέφερε ότι είναι σημαντικό να μην αφήσουμε να μας αποπροσανατολίσουν οι άγραφοι κοινωνικοί κανόνες που διέπουν το πένθος, αλλά να το βιώσουμε όπως προστάζει ο εαυτός μας.  

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ