Κι όμως, η γάτα σου μπορεί να αναγνωρίσει τη φωνή σου!

Ακούστε το άρθρο στο Spotify:

Ένα μεγάλο κενό στην έρευνα των κατοικίδιων αιλουροειδών, έχει πλέον εν μέρει καλυφθεί. Μια μικρή μελέτη δείχνει ότι οι γάτες μπορούν να διακρίνουν τις φωνές των ιδιοκτητών τους και να τις ξεχωρίσουν από αυτές των ξένων.

Η συγγραφέας Κάρι Άρνολντ, σε σχετικό άρθρο της στο National Geographic, γράφει:

«Όπως πολλοί που μοιράζονται το σπίτι τους με μια γάτα, μιλάω συχνά με το “μικρό αρπακτικό” που κοιμάται στο μαξιλάρι μου. Κυρίως, ρωτάω την Οφηλία αν θέλει φαγητό ή αν προτιμά να “χουχουλιάσει”. Ξέρω ότι με ακούει—τα υπερμεγέθη αυτιά της περιστρέφονται σαν γούνινα δορυφορικά πιάτα προς την κατεύθυνση μου με το που ανοίξω το στόμα μου. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, είναι αν έχει την επίγνωση ότι απευθύνομαι σε εκείνη.»

Όπως το αναγνωρίζει και η ίδια η Κάρι, μια νέα μελέτη στο Animal Cognition, δείχνει ότι την έχει. Η Σαρλότ Ντε Μουζόν, συνάδελφος της Κάρι, γατόφιλη και ηθολόγος — επιστήμονας που μελετά τη συμπεριφορά των ζώων— έχει αφιερώσει την καριέρα της στην κατανόηση του δεσμού γάτας-ανθρώπου από την οπτική γωνία της γάτας. Η Ντε Μουζόν, η οποία εργάζεται για μία εταιρεία παροχής υπηρεσιών κατοικίδιων ζώων, την EthoCat στο Μπορντό της Γαλλίας, σχεδίασε μια σειρά πειραμάτων, προκειμένου να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται οι κατοικίδιες γάτες διαφόρων ρατσών, στο άκουσμα ηχογραφήσεων των ιδιοκτητών τους, αλλά και αγνώστων, που τους μιλούσαν. Τι σκέφτονται οι γάτες για εμάς; Ίσως εκπλαγείτε.

Η Κάρι Άρνολντ συνεχίζει: «Όταν άκουγαν μια γνώριμη φωνή, τα αιλουροειδή απαντούσαν με διακριτικούς, αλλά διακριτούς τρόπους, όπως με το να κουνάνε την ουρά τους, να περιστρέφουν τα αυτιά τους και να “παγώνουν” ενώ περιποιούνται το τρίχωμά τους. Δεν έδειχναν, όμως, τέτοια απάντηση όταν οι ιδιοκτήτες μιλούσαν σε άλλους ανθρώπους ή όταν άκουγαν φωνές αγνώστων. Η μελέτη αυτή πρόκειται για μία απο τι πρώτες που καταδεικνύει ότι οι γάτες μπορούν να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν στις φωνές των ιδιοκτητών τους».

«Υπάρχει πραγματικά μια ιδιαίτερη επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ κάθε ιδιοκτήτη και της γάτας του», αναφέρει η Ντε Μουζόν, η οποία είναι, επίσης, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Ναντέρ στο Παρίσι (Paris Nanterre University ή Université Paris Nanterre).

«Το γεγονός ότι παρατηρούν και προσέχουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τους μιλάμε, υποδηλώνει πόσο σημαντικοί είμαστε γι’ αυτές, εκτός από το να τις ταΐζουμε ή να τους παρέχουμε καταφύγιο».

 

Σαρλότ Ντε Μουζόν, Ηθολόγος στην EthoCat, Γαλλία

Πρέπει να αναλογιστούμε ότι πέρα από την επιλογή των λέξεων, εκφραζόμαστε χρησιμοποιώντας και ένταση, ύψος και χροιά. Αυτό γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτό, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι επικοινωνούμε χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις, ύφος και τονικότητα όταν μιλάμε για παράδειγμα με τους φίλους μας, απ’ ότι όταν μιλάμε με έναν άγνωστο, ή με τον εργοδότη μας.

Ύστερα, υπάρχει και η “μωρουδίστικη” διάλεκτος, αυτό που λέμε “baby talk”. Δηλαδή ο παιχνιδιάρικος τρόπος με τον οποίο απευθυνόμαστε σε μωρά ή ζώα. Οι ερευνητές την αποκαλούν “ομιλία που απευθύνεται σε βρέφη” και την ορίζουν ως έναν τρόπο ομιλίας που αποτελείται από επαναλαμβανόμενες λέξεις που εκφωνούνται με υψηλότερο τόνο και απλούστερη σύνταξη από την ομιλία ενηλίκων. Τα μωρά το λατρεύουν επίσης, οι μελέτες δείχνουν ότι τα μωρά μαθαίνουν νέες λέξεις και τις θυμούνται καλύτερα όταν οι ενήλικες χρησιμοποιούν τη “μωρουδίστικη” διάλεκτο. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι που θεωρούν τα κατοικίδιά τους «μωρά» χρησιμοποιούν κι αυτοί τέτοια αλλαγμένα μοτίβα ομιλίας όταν απευθύνονται σε αυτά.

Βέβαια, οι ερευνητές, οι οποίοι γνώριζαν από καιρό ότι τόσο τα μωρά, όσο και τα σκυλιά, είχαν ανταποκριθεί θετικά σε αυτόν τον τρόπο ομιλίας, έχουν επικεντρωθεί λιγότερο στις γάτες στα πειράματά τους. Η Τζένιφερ Βονκ, επιστήμονας Συγκριτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όκλαντ στο Μίσιγκαν, πιστεύει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι, σε αντίθεση με τους σκύλους, οι γάτες δεν εκπαιδεύονται εύκολα και συχνά συμπεριφέρονται με φόβο σε νέες καταστάσεις – δύο παράγοντες που καθιστούν τις μελέτες και τα πειράματα δυσκολότερα.

«Ένα άλλο εμπόδιο, επίσης, μπορεί να αποτελεί και η αντίληψη ότι οι γάτες είναι λιγότερο κοινωνικές από άλλα κατοικίδια».

 

Τζένιφερ Βονκ, Συγκριτική Ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Όκλαντ, ΗΠΑ

Παρά τη φήμη, όμως, ότι οι γάτες είναι απόμακρες και αδιάφορες, συνάπτουν βαθιές σχέσεις με τους ανθρώπους και μπορούν να προσκολληθούν σε αυτούς, προτιμώντας συχνά την παρέα τους από άλλες ανταμοιβές, όπως για παράδειγμα το φαγητό, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, για τις οποίες μπορείτε να μάθετε περισσότερα ανατρέχοντας στο σχετικό άρθρο.

Η σύλληψη της ιδέας και η διεξαγωγή του πειράματος

Εφόσον η ομιλία πρόκειται για μια σημαντική μορφή επικοινωνίας για τους ανθρώπους, η Ντε Μουζόν θέλησε να μάθει εάν οι γάτες ξέρουν πότε τους μιλούν οι ιδιοκτήτες τους και αν ανταποκρίνονται διαφορετικά σε αγνώστους. Έτσι, στρατολόγησε 16 ιδιοκτήτες γατών στο Μπορντό για να λάβουν μέρος στο πείραμα. Αρχικά, ηχογράφησε τους ιδιοκτήτες να λένε συγκεκριμένες φράσεις, όπως «θέλεις να παίξεις;», «θέλεις μια λιχουδιά;» και «τα λέμε αργότερα». Οι φωνές τους ηχογραφήθηκαν δύο φορές: μία σαν να μιλούσαν στη γάτα τους και μία σαν να μιλούσαν σε κάποιον άλλο.

Έχοντας, πλέον, τις ηχογραφήσεις, η Ντε Μουζόν προχώρησε στο επόμενο στάδιο των πειραμάτων, στα σπίτια των γατών, όπου τα ζώα ήταν άνετα και ανταποκρίνονταν με φυσικό τρόπο. Σε κάθε σπίτι, έπαιζε ηχογραφήσεις τόσο του ιδιοκτήτη της γάτας όσο και αγνώστων που έλεγαν ακριβώς τις ίδιες φράσεις, ενώ κατέγραφε και σε βίντεο τις απαντήσεις της κάθε γάτας.

Οι γάτες ανταποκρίνονταν όταν άκουγαν τους ιδιοκτήτες τους να χρησιμοποιούν το “μωρουδίστικο” τρόπο ομιλίας, αλλά όχι όταν άκουγαν τις ίδιες φράσεις με τον τρόπο που θα το έλεγαν σε έναν ενήλικα άνθρωπο. Επίσης, δεν ανταποκρίνονταν όταν άκουγαν τη φωνή ενός ξένου, είτε εκείνοι μιλούσαν χρησιμοποιώντας “baby talk” τρόπο ομιλίας, είτε ενηλίκων. Συνεπώς, η Ντε Μουζόν διαπίστωσε ότι οι γάτες μπορούσαν να αναγνωρίσουν πότε τους μιλούσαν οι ιδιοκτήτες τους, όπως αναφέρει η ίδια.

Ένας ισχυρότερος δεσμός

Σύμφωνα με τη Μάρσα Ρέιτζγκγουαρτ, ηθολόγο στις εκπαιδευτικές ερευνητικές εγκαταστάσεις Purr Doctors στην Ολλανδία, η οποία δε συμμετείχε στη μελέτη, το εύρημα αυτό είναι πολύ σημαντικό.

«Είναι πολύ σημαντικό, καθώς πρόκειται για μια ένδειξη ότι οι γάτες μπορούν πραγματικά να διακρίνουν ότι ο ήχος που ακούνε σχετίζεται με αυτές».

 

Μάρσα Ρέιτζγκγουαρτ, Ηθολόγος στην Purr Doctors, Ολλανδία

Επιπροσθέτως, μια συνεργάτιδα της Μάρσα στο Purr Doctors,η Έσθερ Μπούμα, συμφωνεί με τα λεγόμενα της συναδέλφου της, αλλά σπεύδει να επισημάνει ότι ακόμα κι αν μπορούν οι γάτες να αντιληφθούν ότι απευθυνόμαστε σε εκείνες, αυτό δε σημαίνει ότι καταλαβαίνουν τι τους λέμε. Επισημαίνει, επίσης, ότι ο μικρός αριθμός συμμετεχόντων σε συνδυασμό με τη σχετική ομοιομορφία των γατών που έλαβαν μέρος στο πείραμα, καθιστά αρκετά δύσκολη τη γενίκευση των ευρημάτων για όλες τις διαφορετικές σχέσεις που μπορούν να έχουν οι ιδιοκτήτες με τις γάτες τους.

Η Ντε Μουζόν, ωστόσο, αναφέρει πως η έρευνά της θα πρέπει να δώσει στους ιδιοκτήτες να καταλάβουν ότι οι κατοικίδιες γάτες τους είναι πολύ πιθανό να τους προσέχουν όταν μιλούν.

«Παρότι γνωρίζουμε ότι οι γάτες δεν είναι ανθρώπινα μωρά, αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορούμε να τους απευθυνόμαστε με έναν τρόπο στον οποίο είναι πιο ευαίσθητες, σε σχέση έστω με τη συνηθισμένη ομιλία των ενηλίκων, καθώς αυτό  μπορεί να δυναμώσει το δεσμό μας με εκείνες».

 

Σαρλότ Ντε Μουζόν, Ηθολόγος στην EthoCat, Γαλλία

Επομένως, παροτρύνει τους ιδιοκτήτες να δοκιμάσουν το “baby talk” στην επικοινωνία με τη γάτα τους, όχι μόνο στα πλαίσια του παιχνιδιού και της διασκέδασης, αλλά και ως ένα μέσο ενίσχυσης του δεσμού τους με αυτές, εφόσον οι γάτες φαίνεται να ανταποκρίνονται περισσότερο σε αυτό το είδος ομιλίας όταν προέρχεται απο τους ιδιοκτήτες τους.

Ένα δικό μας σχόλιο

Δεν είναι βέβαιο ότι όλες οι γάτες δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία όταν τους απευθυνόμαστε με “baby talk”, κι αυτό επειδή αν οι γάτες που συμμετείχαν στο πείραμα ήταν ήδη συνηθισμένες στο να τους μιλούν οι ιδιοκτήτες τους με αυτόν τον τρόπο, είχαν ήδη ενδεχομένως εκπαιδευτεί να καταλαβαίνουν ότι με αυτόν τον τρόπο μιλούν μόνο σε εκείνες, κι άρα τα αποτελέσματα θα λέγαμε ότι μάλλον είναι αλλοιωμένα και δεν είναι αντικειμενικά. Σε συνδυασμό δε, με τον πολύ μικρό αριθμό συμμετεχόντων, παρότι το πείραμα της Ντε Μουζόν αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες να ριχθεί λίγο φως σε ένα μέχρι πρότινος ανεξερεύνητο ζήτημα, είναι βέβαιο ότι συμπληρωματικές μελέτες, και ιδανικά με μεγαλύτερο πλήθος συμμετεχόντων, θα πρέπει να διενεργηθούν στο μέλλον.

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ