Ακούστε το άρθρο στο Spotify:
Θεωρούμενη από επιστήμονες και φιλοσόφους ως η πιο κρίσιμη γνωστική ικανότητα για την ανθρώπινη μοναδικότητα, η ανθρώπινη γλώσσα και η εμφανής ασυνέχεια ανάμεσα σε αυτήν και τη μη ανθρώπινη επικοινωνία αποτελεί μέχρι και σήμερα έναν εξελικτικό γρίφο.
Με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερες έρευνες αρχίζουν να ανακαλύπτουν τις βαθιές φυλογενετικές ρίζες της γλώσσας. Από τον τρόπο που τα άλλα είδη συνδυάζουν σήματα για να αλλάζουν το νόημα μιας έκφρασης, μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται η επικοινωνία από τα κοινωνικά πλαίσια, και πώς αυτά φαίνεται να καθιστούν ξεκάθαρη τη σημασία των σημάτων.
Η επικοινωνία πολλών ειδών βασίζεται στην ανταλλαγή συγκεκριμένων και λεπτομερών πληροφοριών. Και οι άνθρωποι παράγουν κι εκείνοι τέτοιου είδους σήματα. Ακουμπώντας, για παράδειγμα, ένα καυτό αντικείμενο, μπορεί να φωνάξουμε ακούσια ή να κουνήσουμε το χέρι μας ή/και να σχηματίσουμε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο. Κι απ’ ότι φαίνεται, αν ένας πίθηκος μας παρακολουθούσε ενόσω συνέβαινε αυτό, θα μπορούσε να λάβει χρήσιμες πληροφορίες. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή δε θα αντιδρούσαμε έτσι με σκοπό να δείξουμε ότι το αντικείμενο είναι καυτό, όπως θα εφιστούσαμε την προσοχή σε έναν άνθρωπο λέγοντάς του «πρόσεξε, γιατί καίει», απλώς αυθόρμητα θα εκπέμπαμε πληροφορίες χωρίς καν να το επιχειρούμε. Πληροφορίες από τις οποίες οι παρευρισκόμενοι θα λάμβαναν μια ξεκάθαρη πληροφορία, αν επρόκειτο για ανθρώπους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο σκοπός της γλώσσας είναι να διευκρινίζει το νόημα, κι όχι απλώς να μεταδίδει πληροφορίες, αφού το δεύτερο μπορεί να συμβεί χωρίς να πούμε ούτε μία λέξη. Το νόημα δε, θα άλλαζε στην ίδια περίπτωση αν αντί να σχηματίσουμε την έκφραση πόνου, εκφράζαμε με λέξεις ότι το αντικείμενο καίει, γιατί τότε ο αποδέκτης θα καταλάβαινε και γιατί του το αναφέρουμε, για παράδειγμα για να μην το ακουμπήσει και ο ίδιος ή για να μείνει μακριά, αλλά εάν δεν ήταν στο ίδιο δωμάτιο, δε θα γνώριζε ότι εμείς καήκαμε ή πονέσαμε, θα λείπει δηλαδή μέρος της πληροφορίας, αλλά θα δοθεί βάση στο νόημά της.
Υπάρχει και μία άλλη διαφορά. Με το να εκφράσουμε με λέξεις ένα νόημα, υποδηλώνεται ότι θέλουμε ο συνομιλητής μας να καταλάβει αυτό που του λέμε, αν του λέμε ότι το αντικείμενο καίει, θέλουμε να μας απαντήσει με τρόπο που να δείχνει ότι κατανόησε το μήνυμα, ενώ χωρίς τη χρήση λέξεων δεν επιχειρούμε να περάσουμε κάποιο μήνυμα, απλώς εκπέμπονται αυθόρμητα οι πληροφορίες. Η γλώσσα μάς δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε το μήνυμα για το καυτό αντικείμενο σε κάποιον που δεν μας είδε την ώρα που το ακουμπήσαμε, σε κάποιον δηλαδή που δεν έλαβε τις πληροφορίες που μεταδόθηκαν αυθόρμητα. Αυτές είναι λίγες μόνο από τις διαπιστώσεις των ερευνητών, δοσμένες με υπεραπλουστευμένο τρόπο, αναφορικά με τη σύγκριση της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας, στην προσπάθεια να “γεφυρωθεί” η ασυνέχεια που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των δύο.
Ο πίθηκος ως αποδέκτης, μπορεί να μη μπορούσε να καταλάβει με λέξεις το νόημα, αλλά θα μπορούσε πιθανότατα να λάβει την πληροφορία αν μας έβλεπε. Και το ίδιο φαίνεται ότι θα μπορούσε να κάνει κι ένας άνθρωπος κοιτώντας έναν πίθηκο και τις πληροφορίες που εκείνος αυθόρμητα γνωστοποιεί. Όπως καταδεικνύει μία νέα βρετανική έρευνα, οι άνθρωποι είναι σε θέση να κατανοήσουν πολύ καλύτερα του αναμενομένου τις χειρονομίες των μεγάλων πιθήκων, όπως είναι οι χιμπατζήδες και οι μπονόμπο, αν κι εμείς δε χρησιμοποιούμε πλέον τις ίδιες χειρονομίες.
Η έρευνα
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στις 24 Ιανουαρίου στο επιστημονικό περιοδικό PLOS Biology, στην οποία συμμετείχαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Σεντ Άντριους στη Σκωτία, με επικεφαλής τις Κίρστι Γκρέιχαμ και Κάθριν Χομπέιτερ, δείχνει ότι ο τελευταίος κοινός πρόγονος πιθήκων και ανθρώπων χρησιμοποιούσε παρόμοιες χειρονομίες, που αποτέλεσαν τη βάση επικοινωνίας για το επόμενο σημαντικό βήμα: την εξέλιξη της ανθρώπινης γλώσσας. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ανακάλυψη των χειρονομιών από τους πιθήκους στο μακρινό παρελθόν αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την επικοινωνία. Περισσότερα από 80 τέτοια επικοινωνιακά σήματα έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα, τα οποία μεταφέρουν διάφορα μηνύματα όπως “ξύσε με” ή “δώσε μου το φαγητό σου” ή “ας κάνουμε σεξ”. Πολλές από αυτές τις μικρές χειρονομίες είναι κοινές στους πιθήκους, ακόμη και μεταξύ όσων έχουν μακρινή συγγένεια, όπως μεταξύ χιμπατζήδων και ουρακοτάγκων.
Στα πλαίσια της έρευνας, μελετήθηκε κατά πόσο οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν τη σημασία των δέκα συχνότερων χειρονομιών που χρησιμοποιούνται από τους στενότερους γενετικά συγγενείς μας, τους χιμπατζήδες, καθώς κι από τους μπονόμπο, δύο είδη πιθήκων που χρησιμοποιούν κοινές χειρονομίες σε ποσοστό 95%. Περισσότεροι από 5.600 άνθρωποι κλήθηκαν μέσω διαδικτύου να παρακολουθήσουν 20 σύντομα βίντεο με χειρονομίες πιθήκων και μετά να εξηγήσουν τι κατάλαβαν.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι τα πήγαν καλύτερα απ’ ό,τι περίμεναν οι επιστήμονες, ερμηνεύοντας σωστά τις χειρονομίες με ποσοστό επιτυχίας 52% έως 57%, χωρίς να δίνονται συνοδευτικές πληροφορίες για το κάθε βίντεο ή τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η κάθε χειρονομία. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι παρόλο που οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί και δε χρησιμοποιούν πια τις χειρονομίες των πιθήκων, έχουμε διατηρήσει σ’ ένα βαθμό μια έμφυτη κατανόηση αυτού του αρχαίου συστήματος επικοινωνίας. Ωστόσο, παραμένει ασαφές το κατά πόσο αυτή η ικανότητα είναι “εγγεγραμμένη” στους νευρώνες του εγκεφάλου και το εάν κληρονομείται από τη μία γενιά ανθρώπων στην επόμενη.
Η καταγωγή και η εξέλιξη της γλώσσας παραμένει ένα γοητευτικό κι επίμαχο επιστημονικό ζήτημα. Μέσω μελετών, όμως, σαν και τη συγκεκριμένη, θα καταφέρουμε ίσως κάποια μέρα να γνωρίζουμε με αυτοπεποίθηση το τι πραγματικά “κρύβεται” πίσω από αυτήν την αμφίπλευρη κατανόηση χειρονομιών. Διότι μπορεί να γνωρίζουμε ότι υφίσταται, αλλά δε γνωρίζουμε το γιατί ή αν στο μέλλον θα παύσει να υπάρχει.
«Είμαστε πλέον αρκετά σίγουροι ότι οι πρόγονοι μας ξεκίνησαν να επικοινωνούν χειρονομώντας και στη συνέχεια αυτό εξελίχθηκε στη γλώσσα», δήλωσε η Δρ Γκρέιχαμ, ενώ η Δρ. Χομπέιτερ δήλωσε ότι οι ερευνητές εξεπλάγησαν πραγματικά από τα αποτελέσματα, καθώς φαίνεται πώς όλοι μπορούμε να καταλάβουμε τις χειρονομίες των πιθήκων «σχεδόν ενστικτωδώς», πράγμα που, όπως σημειώνει, είναι συναρπαστικό υπό το πρίσμα της εξέλιξης της επικοινωνίας.
Πηγή: Έρευνα