Η «εκρηκτική» ιστορία του Άλφρεντ Νόμπελ και των βραβείων που φέρουν το όνομά του

Του Σταύρου Μαρίνου


Όλοι μας γνωρίζουμε την ύπαρξη των βραβείων Νόμπελ, λιγότεροι είναι όμως όσοι γνωρίζουν και την ιστορία πίσω από αυτά. Την εποχή που έζησε ο Νόμπελ, ορισμένοι τον αποκαλούσαν «έμπορο του θανάτου». Σήμερα, ο κόσμος έχει ταυτίσει το όνομά του με το σπουδαιότερο και πιο αναγνωρισμένο βραβείο με το οποίο μπορεί να τιμηθεί ένας επιστήμονας -και όχι μόνο.

Επί τη ευκαιρία της φετινής ολοκλήρωσης των ετήσιων ανακοινώσεων για τα βραβεία Νόμπελ στη Στοκχόλμη και στο Όσλο, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του ανθρώπου που εμπνεύστηκε τη θέσπισή τους, περισσότερο από έναν αιώνα πριν.

Ο Άλφρεντ Μπέρνχαρντ Νόμπελ (1833-1896), μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα, ήταν Σουηδός χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας, ο οποίος απέκτησε περισσότερα από 300 διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις εφευρέσεις του, γνωστότερες εκ των οποίων είναι η ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του εκπυρσοκροτητή. Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, κάτι που οδήγησε ορισμένους στο να τον αποκαλέσουν «έμπορο του θανάτου».

Όλα ξεκίνησαν το 1947, όταν ο χημικός Ασκάνιο Σομπρέρο ανακάλυψε τη νιτρογλυκερίνη, μια εκρηκτική ουσία που -όπως έγραφε ο ίδιος στα γράμματα και στα άρθρα του- ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη και αδύνατο να τη χειριστεί κανείς, γι’ αυτό και προειδοποιούσε αδιάκοπα κατά της χρήσης της. Ο Νόμπελ, όντας συμμαθητής του Σομπρέρο στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και γοητευμένος από την ανακάλυψή του, ξεκίνησε να πειραματίζεται πάνω στη νιτρογλυκερίνη, επιδιώκοντας να την καταστήσει ελέγξιμη και ασφαλή για χρήση σε βιομηχανικά προϊόντα.

Παρά την αποστροφή της επιστημονικής κοινότητας για τη νιτρογλυκερίνη εξαιτίας της υψηλής επικινδυνότητάς της, ο νεαρός άνδρας ήταν αποφασισμένος να δαμάσει την εκρηκτική ύλη. Τη δεκαετία του 1860, πειραματίστηκε με ελεγχόμενες εκρήξεις, νιώθοντας ότι προσεγγίζει όλο και περισσότερο τον στόχο του. Εντούτοις, το 1864 κάτι τραγικό συνέβη: μια δεξαμενή νιτρογλυκερίνης υπερθερμάνθηκε με αποτέλεσμα να εκραγεί και να στερήσει τη ζωή 5 ανθρώπων, ένας εκ των οποίων ήταν και ο μικρότερος αδελφός του Νόμπελ, Εμίλ, ενώ και ο ίδιος υπέστη ελαφρά τραύματα από την προκληθείσα καταστροφή. Σ’ αυτό το σημείο, θα σκεφτόταν κανείς πως ίσως ήρθε η ώρα να τα παρατήσει. Για τον Νόμπελ, όμως, η τραγωδία που έπληξε την εταιρεία του λειτούργησε αντίστροφα, θεωρώντας πως αν τα παρατούσε, η ζωή τού αδελφού του θα είχε χαθεί επί ματαίω.

Εν τέλει, έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών, ο Νόμπελ συνδυάζοντας τη νιτρογλυκερίνη με μια άλλη ένωση κατάφερε να πετύχει τον στόχο του και κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο δυναμίτης: μια ελέγξιμη εκρηκτική ουσία με βάση τη νιτρογλυκερίνη που σύντομα έγινε δημοφιλής στον τομέα των κατασκευών, στα ορυχεία και στη βιομηχανία όπλων, με αποτέλεσμα ο Νόμπελ να αποκτήσει αξιοσημείωτο πλούτο, μεγάλο μέρος τού οποίου διέθεσε για φιλανθρωπικούς και ερευνητικούς σκοπούς σε διάφορα ιδρύματα.

Μετά την ανακάλυψη της δυναμίτιδας, ο Νόμπελ εξακολούθησε να διυλίζει συνεχώς τον δυναμίτη, δημιουργώντας εν συνεχεία ακόμη ισχυρότερα και ασφαλέστερα εκρηκτικά. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ειρηνιστή, καθώς πίστευε ότι όταν τα έθνη ανά τον κόσμο θα αντιλαμβάνονταν ότι με τη χρήση αυτών των όπλων θα μπορούσαν να καταστρέψουν ολοσχερώς ολόκληρους στρατούς και να σκορπίσουν τον θάνατο, όλα τα κράτη θα αποφάσιζαν από κοινού να παραμείνουν σε μια διαρκή ειρήνη. Πίστευε ακράδαντα πως τα όπλα που κατασκεύαζε θα διαδραμάτιζαν αποτρεπτικό ρόλο στην εκδήλωση οποιουδήποτε πολέμου, πράγμα στο οποίο, δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να πέσει περισσότερο έξω. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των δύο παγκοσμίων πολέμων, απέδειξαν τον τραγικά λανθασμένο υπολογισμό τού Νόμπελ και την εσφαλμένη πίστη που είχε στην ανθρωπότητα.


«Ο Έμπορος του Θανάτου είναι νεκρός»

Η αστοχία ενός ανεπαρκώς πληροφορημένου δημοσιογράφου, ο οποίος έδωσε τον τίτλο «Ο Έμπορος του Θανάτου είναι νεκρός» σε ένα δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας στην οποία εργαζόταν, έμελλε να αλλάξει τη ζωή του Νόμπελ για πάντα. Το 1888, ένας από τους αδελφούς του Νόμπελ, ο Λούντβιχ, πέθανε από ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Η γαλλική εφημερίδα, θεωρώντας πώς επρόκειτο για τον άνθρωπο που οι εφευρέσεις του είχαν οδηγήσει στην παραγωγή των εκρηκτικών όπλων, τον Άλφρεντ Νόμπελ, κυκλοφόρησε το καυστικό δημοσίευμα. Όπως είναι προφανές, το άρθρο με τίτλο «Ο Έμπορος του Θανάτου είναι νεκρός» επέκρινε τον Νόμπελ για τις εφευρέσεις του και ανέφερε ότι επρόκειτο για τον πλουσιότερο «αλήτη» στην Ευρώπη, ο οποίος σύμφωνα με την εφημερίδα απέκτησε τον πλούτο του με το να εφευρίσκει τρόπους για να ακρωτηριάζονται και σκοτώνονται αθώοι πολίτες.

Παρότι το λάθος διορθώθηκε αργότερα από το γαλλικό μέσο, είχε δοθεί μια σπάνια ευκαιρία στον Άλφρεντ Νόμπελ να διαβάσει τη νεκρολογία του, γεγονός που τον ταρακούνησε, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στη συνείδησή του και ωθώντας τον να επαναξιολογήσει ποιο ήταν τελικά το έργο της ζωής του και με ποιον τρόπο επιχειρούσε να το επιτύχει. Τρομαγμένος από τα όσα διάβασε στο δημοσίευμα και τον απολογισμό του έργου του που, όπως διαπίστωσε, αντανακλούσε μια παγκόσμια καταδίκη, πραγματοποίησε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην προσέγγισή του για την επίτευξη μιας μόνιμης παγκόσμια ειρήνης, νιώθοντας πλέον πως η φήμη και ο πλούτος του τού ήταν περισσότερο βάρος παρά επιτυχία. «Έτσι θα με θυμούνται οι μεταγενέστεροι; Αυτή είναι η κληρονομιά που θα αφήσω πίσω μου;», αναρωτήθηκε, γνωρίζοντας καλά μέσα του πως τα πλάνα του για την υστεροφημία του ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετα από τα όσα είχε βιαστεί να γράψει ο δημοσιογράφος.

Ο Άλφρεντ Μπέρνχαρντ Νόμπελ (1833-1896)
Ο Άλφρεντ Μπέρνχαρντ Νόμπελ (1833-1896)

Η θέσπιση των Βραβείων Νόμπελ

Κατακλυσμένος από έντονες ανησυχίες για την υστεροφημία του, αποφάσισε να διασφαλίσει πως η κληρονομιά που μετά θάνατον θα άφηνε πίσω του θα ήταν αξιομνημόνευτη και, φυσικά, πως θα αντικατόπτριζε το πραγματικό όραμά του για το μέλλον της ανθρωπότητας, που δεν ήταν άλλο από την προαγωγή του πολιτισμού, την ανάπτυξη και εξέλιξη της επιστήμης και ο παντοτινός και αμετάκλητος τερματισμός της βίας και κάθε λογής πολέμου. Το 1893 ξεκίνησε να εργάζεται επιμελώς για τη συγγραφή της διαθήκης του. Το τετρασέλιδο έγγραφο που συνέταξε κληροδότησε ανιδιοτελώς ποσοστό μεγαλύτερο τού 94% της περιουσίας του στο Ίδρυμα Νόμπελ, το οποίο και δημιούργησε ο ίδιος. Το χρηματικό ποσό αυτό δόθηκε για την υλοποίηση εκείνου που σήμερα θεωρείται η σπουδαιότερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νόμπελ.

Το Ίδρυμα Νόμπελ καθόρισε πέντε επιμέρους κατηγορίες στις οποίες θα απονέμονταν τα βραβεία, οι οποίες ήταν η Χημεία, η Φυσική, η Φυσιολογία/Ιατρική, η Λογοτεχνία και η Ειρήνη, φροντίζοντας να είναι κατανοητό και ξεκάθαρο πως τα βραβεία θα έπρεπε να απονέμονται χωρίς καμία διάκριση βάσει εθνικότητας ή άλλη. Στη διαθήκη αναφερόταν πως τα βραβεία θα δίνονταν κάθε χρόνο σε όσους κατά την προηγούμενη χρονιά είχαν προσφέρει τη μέγιστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα. Μέσα από τη διαθήκη του αυτή, ο Νόμπελ ήθελε ο κόσμος να αντιληφθεί ότι, παρά τα περισσότερα από 100 εργοστάσια με πυρομαχικά και εκρηκτικά που είχε υπό την ιδιοκτησία του, αυτός δεν ήταν καν κοντά στον τρόπο με τον οποίο θα ήθελε να τον θυμούνται και ότι μοναδική του πρόθεση υπήρξε το να εργαστεί για την ανθρωπότητα και να ανταμείψει όλους όσοι είχαν εργαστεί ανιδιοτελώς προς όφελος της κοινωνίας, τόσο μεμονωμένους ανθρώπους όσο και οργανώσεις.

Η επιθυμία του, λοιπόν, έγινε πραγματικότητα και τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου του 1901, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Οι βραβευθέντες τότε ήταν ο Γερμανός φυσικός Βίλχελμ Ρέντγκεν (Νόμπελ Φυσικής) για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο Ολλανδός χημικός Γιάκομπους βαν’τ Χοφ (Νόμπελ Χημείας) για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και της ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο Γερμανός γιατρός Έμιλ φον Μπέρινγκ (Νόμπελ Ιατρικής – Φυσιολογίας) για το έργο του στη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ο Γάλλος ποιητής Σιλί Πριντόμ (Νόμπελ Λογοτεχνίας), ο Ελβετός έμπορος Ερρίκος Ντινάν και ο Γάλλος ειρηνιστής Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, ο πρώτος για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού και ο δεύτερος για τους αγώνες του που αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης.

Το κάθε βραβείο συνίσταται σε ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα που αναγράφεται το αιτιολογικό της απονομής κι ένα χρηματικό ποσό που ισοδυναμεί περίπου με 1 εκατομμύριο δολάρια. Για λόγους που δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ο Νόμπελ αποφάσισε το Νόμπελ Ειρήνης να απονέμεται στη Νορβηγία και τα υπόλοιπα βραβεία στη Σουηδία. Ως προς αυτό, ορισμένοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει πως ένας πιθανός παράγοντας που οδήγησε τον Νόμπελ να λάβει την προαναφερθείσα απόφαση ήταν η μιλιταριστική ιστορία της Σουηδίας, που κατά την εποχή του Νόμπελ βρισκόταν σε μια ένωση με τη Νορβηγία, στην οποία εντούτοις οι Νορβηγοί είχαν προσχωρήσει απρόθυμα, έπειτα από την εισβολή των Σουηδών στη χώρα τους το 1814. Βάσει αυτών, πιθανολογείται πως ο Νόμπελ θεώρησε τη Νορβηγία ως καταλληλότερη χώρα για την απονομή ενός βραβείου που στόχος του ήταν η «συντροφικότητα μεταξύ των εθνών». Η επιθυμία αυτή του Νόμπελ δεν έχει αλλάξει μέχρι και σήμερα, αφού η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης αποτελεί ακόμη εντελώς νορβηγική υπόθεση, με τους νικητές να ανακοινώνονται από μια νορβηγική επιτροπή. Μάλιστα, το συγκεκριμένο βραβείο έχει τη δική τελετή στη νορβηγική πρωτεύουσα, το Όσλο, η οποία διεξάγεται στις 10 Δεκεμβρίου, στην επέτειο του θανάτου του Άλφρεντ Νόμπελ. Τα υπόλοιπα βραβεία απονέμονται στη Στοκχόλμη.

Αρκετά μετά τη θέσπιση των βραβείων, προστέθηκε από την Τράπεζα της Σουηδίας ένα έκτο βραβείο για τις Οικονομικές Επιστήμες, το οποίο μολονότι φέρει την ονομασία «Νόμπελ» δεν έχει σχέση με τη βούληση του Νόμπελ, συνεπώς φέρει τον τίτλο «Βραβείο Οικονομικών Επιστημών της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ». Η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών απονέμει τα Βραβεία Νόμπελ Χημείας και Φυσικής, η Συνέλευση Νόμπελ στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, η Τράπεζα της Σουηδίας απονέμει το Βραβείο στις Οικονομικές Επιστήμες της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, η Σουηδική Ακαδημία χορηγεί το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το Νόμπελ Ειρήνης απονέμεται από τη Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ. Το Ινστιτούτο Νόμπελ δε σχετίζεται με κανέναν τρόπο με την επιλογή των υποψηφίων για τα βραβεία, για την οποία είναι υπεύθυνες οι επιτροπές που τα ανακοινώνουν και τα απονέμουν, παρά μόνο με τη χρηματοδότησή τους. Αξιοσημείωτο δε, είναι ότι τα Βραβεία Νόμπελ απονέμονται εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια, αν και έχουν υπάρξει εξαιρέσεις, καθώς ας μην ξεχνάμε πως μεσολάβησαν και δύο καταστροφικοί για την ανθρωπότητα παγκόσμιοι πόλεμοι, όπως και άλλα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν προσωρινά σε γενικευμένη αστάθεια και κατέστησαν την απονομή των βραβείων αδύνατη.


Η άλλη όψη του νομίσματος

Στην άλλη όψη του νομίσματος, τα πολλά χρόνια που έχουν παρέλθει από τη θέσπιση των βραβείων έχουν αναπόφευκτα οδηγήσει στην επιθυμία εκσυγχρονισμού τους, με πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας να θεωρούν απαραίτητη τη διεύρυνση των τομέων για τους οποίους απονέμονται Νόμπελ. Επίσης, πολλοί επιστήμονες και μη, έχουν κατηγορήσει τον θεσμό για αποκλεισμό μειονοτήτων από τη βράβευση, παρά την επιθυμία του εμπνευστή τους να μην υπάρχει καμία διάκριση. Οι εν λόγω ισχυρισμοί έγκεινται στο γεγονός ότι οι λευκοί άνδρες επιστήμονες που έχουν βραβευτεί εξακολουθούν να είναι σημαντικά περισσότεροι, υποστηρίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται το στερεότυπο στις αντιλήψεις των ανθρώπων πως όλοι οι επιστήμονες μοιάζουν κάπως έτσι.

Πέραν αυτών, άλλες κατηγορίες περί ανεπαρκούς αμεροληψίας από την πλευρά του θεσμού πηγάζουν από το γεγονός ότι οι επιτροπές που επιλέγουν τους υποψήφιους για βράβευση, και τελικώς τους βραβευθέντες, αποτελούνται αποκλειστικά από Σουηδούς και Νορβηγούς. Ως εκ τούτου, ορισμένοι θεωρούν ότι πολιτικά ή άλλα συμφέροντα ίσως να κρύβονται ανά περίπτωση πίσω από βραβεύσεις συγκεκριμένων ατόμων, αν και αυτό -θεωρώντας πως είμαι καλά πληροφορημένος- δεν έχει ποτέ συνοδευτεί από αδιάσειστα στοιχεία που να το υποστηρίζουν. Εξάλλου, η απονομή των βραβείων από αυτά τα δύο κράτη ήταν επιθυμία του ανθρώπου χωρίς την ύπαρξη και το έργο του οποίου δεν θα υπήρχαν τα βραβεία εξ αρχής, συνεπώς είναι κατ’ εμέ λογικό, θεμιτό και δίκαιο η βράβευση να εξακολουθήσει να τελείται ως έχει, δηλαδή από επιτροπές από τα κράτη που επέλεξε ο ίδιος. Και, βεβαίως, περιττό να αναφερθεί, αλλά το ίδιο θεωρώ πως θα έπρεπε να ισχύει όσον αφορά την επιθυμία του για απονομή ελλείψει οποιασδήποτε διάκρισης.

Ένα τελευταίο «παράπονο» που η επιστημονική κοινότητα συχνά εκφράζει για τα βραβεία είναι πως η επιστήμη αποτελεί πλέον σχεδόν στο σύνολό της συλλογική υπόθεση, με κεντρικό άξονα τη συνεργασία των επιστημόνων μέσω της γνώσης που εμπεριέχεται στη τεκμηριωμένη και κοινώς αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα διεθνή βιβλιογραφία, χωρίς την ύπαρξή της οποίας θα ήταν δύσκολο έως και ακατόρθωτο να εξελιχθεί οποιοδήποτε επιστημονικό πεδίο. Στην εποχή του Νόμπελ, ένας επιστήμονας που «έτρεχε» μόνος του μια μελέτη και αναλάμβανε τη συγγραφή τής ερευνητικής εργασίας του, στην οποία παρουσίαζε τα αποτελέσματά του, επίσης μόνος του, ήταν αρκετά πιο κοινό απ’ ό,τι είναι σήμερα, που για τη διεξαγωγή των μελετών και τη συγγραφή των ερευνών εργάζονται ολόκληρες επιστημονικές ομάδες. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι σημερινοί επιστήμονες θεωρούν πως αδικούνται όταν, παραδείγματος χάριν, τρία πρόσωπα φιγουράρουν στις οθόνες και στα πρωτοσέλιδα για μια ανακάλυψη για την οποία ουσιαστικά χρειάστηκαν δεδομένα που προέκυψαν από τη δουλειά εκατοντάδων ή χιλιάδων άλλων επιστημόνων, οι οποίοι ωστόσο δεν βραβεύτηκαν ποτέ και κανένας δεν έμαθε γι’ αυτούς. Ομολογουμένως, αυτή είναι μια αλήθεια, αλλά η επίλυση του θέματος προκειμένου οι απονομές να είναι πιο δίκαιες απέναντι σε όλους τους επιστήμονες που εργάστηκαν για μια ανακάλυψη, εκκρεμεί εδώ και χρόνια.

Ο Φόξτροτ, ο σκύλος-μασκότ του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ που βραβεύτηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 2020 (Photo: World Food Programme)
Ο Φόξτροτ, ο σκύλος-μασκότ του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ που βραβεύτηκε με Νόμπελ Ειρήνης το 2020 (Photo: World Food Programme)

Ο σκύλος που «βραβεύτηκε» με Νόμπελ

Θέλωντας να κλείσω το άρθρο με έναν πιο ανάλαφρο τρόπο, παραμερίζοντας τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο θεσμός, νομίζω αξίζει να αναφερθεί πως το βραβείο Νόμπελ έχει κατά κάποιο τρόπο απονεμηθεί και σε έναν… σκύλο! Αναφέρομαι στον διάσημο πλέον Φόξτροτ, τον σκύλο-μασκότ του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ (World Food Programme), το οποίο βραβεύτηκε το 2020 για τις αξιέπαινες προσπάθειές του να καταπολεμήσει την πείνα και να εξαλείψει τη χρήση της ως όπλου πολέμου.

Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς παροχής βοήθειας στον πλανήτη, με μια σειρά βαρύνουσας σημασίας δράσεων που επιδιώκει να καταστήσει τον κόσμο ένα πιο φιλικό μέρος για να ζήσει κανείς και λίγο πιο δίκαιο, αν και το έργο του δυστυχώς συχνά παραβλέπεται από μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Όχι όμως κι από τη Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ, η οποία το 2020 αποφάσισε να απονείμει το Νόμπελ Ειρήνης στο πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών και κατ’ επέκτασιν στο (σκυλίσιο) πρόσωπο του προγράμματος, τον Φόξτροτ! Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα παρέχει τόνους σιτηρών δια αέρος σε περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές, αλλά το έργο του δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Στην αυλή όπου περνά τη ζωή του ο Φόξτροτ, στο Μπαγκλαντές, η οργάνωση κυριολεκτικά ισοπέδωσε ολόκληρες πλαγιές για να δημιουργήσει καταφύγια για πρόσφυγες του λαού Ροχίνγκια από την πολιτεία Ρακίν της Μιανμάρ, ενώ μέρα με τη μέρα παρέχει υποστήριξη και σε μακροπρόθεσμα προγράμματα, τα οποία μεταξύ άλλων επιδοτούν τους τοπικούς αγρότες και τις αγορές.


Ακολουθήστε το pet-in.gr στο Facebook, στο Instagram και το Google News

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ