Ακούστε το άρθρο στο Spotify:
Έρευνα σε υπό εξαφάνιση παπαγάλους του είδους Neophema chrysogaster διαπίστωσε ότι μια διαφορά της τάξεως του 1 χιλιοστού στο μήκος του φτερού είναι αρκετή για να μειώσει το ποσοστό επιβίωσης κατά 2,7 φορές.
Η αναπαραγωγή των παπαγάλων σε συνθήκες αιχμαλωσίας είναι ικανή να αλλάξει το σχήμα των φτερών τους, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητες επιβίωσής τους κατά τη διάρκεια των μεταναστευτικών τους πτήσεων όταν τελικά αφεθούν ελεύθεροι στην άγρια φύση, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 16 Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό “Ecology Letters”.
Πώς αντιμετωπίστηκε η απειλητική πτώση του πληθυσμού τους
Οι συγκεκριμένοι παπαγάλοι, με την χαρακτηριστική πορτοκαλί κοιλιά, υπόκεινται σε ένα από τα μεγαλύτερα και μακροβιότερα προγράμματα αναπαραγωγής στην Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένων και προγραμμάτων για πολλά ακόμα απειλούμενα είδη. Προκειμένου να αποφευχθεί η εξαφάνιση, ο άγριος πληθυσμός τους συμπληρώνεται με ετήσιες απελευθερώσεις νεαρών ατόμων από την αναπαραγωγή που πραγματοποιείται υπό αιχμαλωσία.
Ο συνολικός πληθυσμός των παπαγάλων του είδους που μελετήθηκε αποτελείτο κάποτε από μόλις 17 άτομα που ζούσαν ελεύθερα στη φύση. Σημαντική ενίσχυση στην ανάκαμψη του πληθυσμού τους παρείχε η αναπαραγωγή τους κάτω από τις συνθήκες αιχμαλωσίας του προγράμματος. Συγκεκριμένα, όταν η αναπαραγωγή τους ολοκληρώνεται, αφήνονται ελεύθεροι στην Τασμανία και τη Βικτόρια. Υπό κανονικές συνθήκες, τα εν λόγω πτηνά αναπαράγονται στην Τασμανία και κατά τη χειμερινή περίοδο μεταναστεύουν νότια της ηπειρωτικής Αυστραλίας.
Η σημασία του μήκους των φτερών
Ο συγγραφέας της μελέτης, Δρ Ντέγιαν Στογιάνοβιτς, του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας (ANU), αναφέρει ότι παρατηρείται μια φυσική διακύμανση στο μήκος των φτερών τους, τόσο στους άγριους όσο και στους εκτρεφόμενους υπό αιχμαλωσία πορτοκαλόχρωμους παπαγάλους. «Όταν εξετάζουμε τα μήκη που έχουν τα πούπουλα στα φτερά τους, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των πτηνών που βρίσκονται υπό αιχμαλωσία και εκείνων που ζουν στην άγρια φύση», ανέφερε ο ερευνητής.
Παλαιότερα, ο Στογιάνοβιτς είχε διαπιστώσει ότι οι εκτρεφόμενοι υπό αιχμαλωσία πορτοκαλόχρωμοι παπαγάλοι του συγκεκριμένου είδους τείνουν να έχουν λιγότερο μυτερά και κοντύτερα φτερά από τους άγριους παπαγάλους του ίδιου είδους. Όπως σημειώνει, διακύμανση παρατηρείται σε όλα τα χαρακτηριστικά των πτηνών υπό αιχμαλωσία, αφού υπάρχουν ορισμένα που διαθέτουν φτερά με «τέλεια» χαρακτηριστικά, ενώ τα φτερά άλλων είναι σημαντικά υποδεέστερα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ακόμη και τα εκτρεφόμενα πτηνά που τα φτερά τους έμοιαζαν πολύ με τα «ιδανικά» φτερά των άγριων ομοειδών τους (κι άρα ήταν πιο πιθανό μόλις αφεθούν να επιβιώσουν σε σχέση με εκείνα με τα υποδεέστερα φτερά), διέθεταν -όπως διαπιστώθηκε- ένα συγκεκριμένο φτερό, το οποίο καλείται συνήθως «απώτερο φτερό πτήσης», που παρουσιάζε μια απόκλιση στο μήκος του κατά μόλις 1 χιλιοστό, σε σχέση με το «ιδανικό» φτερό.
«Κυριολεκτικά, η διαφορά στους συγκεκριμένους παπαγάλους είναι μόλις 1 χιλιοστό στο μήκος ενός φτερού», αναφέρει ο Στογιάνοβιτς. «Είναι τόσο εύκολο να μην την εντοπίσουμε, αλλά έχει αυτή τη σημαντική επακόλουθη συνέπεια». Ο ερευνητής συμπληρώνει ότι πολύ λίγα προγράμματα έχουν προσεχθεί τόσο όσο το συγκεκριμένο, και συνεχίζει: «Παρ’ όλη αυτή τη φροντίδα, παρουσιάστηκαν αυτές οι αλλαγές που δεν είχαν εντοπιστεί μέχρι τώρα. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι αυτές οι μη εντοπισμένες αλλαγές είχαν αντίκτυπο στην επιβίωση – που αποτελεί “κλειδί” στην αξιολόγηση της επιτυχίας (του προγράμματος) και στο να καταλάβουμε εάν πράγματι ωφελούμε τον άγριο πληθυσμό».
Το «απαρατήρητο φαινόμενο» και το επόμενο βήμα
Επίσης, ο ίδιος ανέλυσε τα φτερά 16 άλλων πτηνών, βρίσκοντας ενδείξεις αλλαγής του σχήματός τους σε συνθήκες αιχμαλωσίας σε τέσσερα ακόμα είδη – τα Μπατζεριγκάρ (μπάτζι ή παπαγαλάκι), τους τιρκουάζ παπαγάλους, τους Παπαγάλους του Μπουρκ (συχνά αποκαλούνται παπαγάλοι του ηλιοβασιλέματος λόγω της ροζ κοιλιάς τους) και τους σπίνους Γκούλντιαν.
«Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολύ πιο διαδεδομένο … και μπορεί στην πραγματικότητα να πρόκειται για ένα μοτίβο που είχε περάσει απαρατήρητο», λέει ο επιστήμονας. «Η επόμενη φάση είναι να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που πραγματικά οδηγεί σε αυτές τις αλλαγές. Ίσως πρόκειται για ένα οικογενειακό χαρακτηριστικό ή ένα χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος … δεν το ξέρουμε. Πρέπει, γενικά, να είμαστε καλύτεροι στον έλεγχο της ποιότητας των ζώων που εκτρέφουμε αντί να εστιάζουμε μόνο στην ποσότητά τους», καταλήγει ο Στογιάνοβιτς.