Πειράματα σε ζώα: Όταν η επιστήμη συγκρούεται με την ηθική

Του Σταύρου Μαρίνου 


Καθώς τα πειράματα σε ζώα συνεχίζονται, οι αρνητικές συνέπειες που οι πληθυσμοί τους καλούνται να αντιμετωπίσουν αυξάνονται, ενώ τα ερωτηματικά αναφορικά με την ασφάλεια της πρακτικής και το κατά πόσον η ευημερία τους λαμβάνεται υπ’ όψιν, ολοένα και πυκνώνουν.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, στον απόηχο των καταγγελιών εις βάρος της νεοσύστατης εταιρείας εγκεφαλικών τσιπ του Έλον Μασκ και της σκληρής μεταχείρισης ζώων για την οποία κατηγορήθηκε, πολλοί ήταν εκείνοι που αντιμετώπισαν το όλο θέμα ως αφορμή για να αναρωτηθούν κατά πόσο είναι ηθικό να διεξάγονται πειράματα με ζώα. Ένα ακόμη κρίσιμο ερώτημα είναι προς τα πού γέρνει η ζυγαριά: τα θετικά αποτελέσματα της πρακτικής άραγε είναι περισσότερα από τα αρνητικά;


Photo: Nathan Cima/Unsplash
Photo: Nathan Cima/Unsplash

Σύγκρουση επιστήμης και ηθικής

Η διεξαγωγή πειραμάτων με τη συμμετοχή ζωντανών ζώων αποτελεί σημείο διχασμού εδώ και χρόνια. Πρόκειται για ένα ηθικά φορτισμένο ζήτημα, γι’ αυτό και το να απαντήσει κανείς στο εάν είναι προτιμότερο η επιστήμη να μην προχωρά με τους ρυθμούς που θα μπορούσε για χάρη της ευημερίας των ζώων, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αυτό αποδεικνύεται έστω από τις απαντήσεις που έδωσαν σε σχετική ερώτηση Αμερικανοί πολίτες, περισσότεροι από τους μισούς εκ των οποίων δήλωσαν ότι αντιτίθενται στη χρήση ζώων στην επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με έρευνα που είχε πραγματοποιήσει παλαιότερα το Pew Research Center. Το 52% των ερωτηθέντων απάντησαν πως είναι αντίθετοι με την πρακτική και το 48% τάχθηκαν υπέρ.

Παρ’ όλα αυτά, οι απαντήσεις σε ένα τέτοιο ερώτημα φαίνεται πως καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό, πρώτον, από το ποιός ρωτά και, δεύτερον, από τον τρόπο που διατυπώνεται η ερώτηση. Για παράδειγμα, αν η ερώτηση προέρχεται από μια βιοϊατρική εταιρεία και συνοδεύεται από φράσεις όπως «η συμμετοχή των ζώων στα πειράματα τελείται λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ευημερία τους» και «η έρευνα πάνω στα ζώα μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την ανάπτυξη επαναστατικών φαρμάκων που σώζουν ζωές», ο ερωτώμενος είναι πιθανότερο να απαντήσει πως τάσσεται υπέρ της πρακτικής. Αντίθετα, αν η ερώτηση τεθεί από έναν μη ειδικό και περιλαμβάνει φράσεις που υποδηλώνουν ότι τα ζώα θα μπορούσαν να πεθάνουν κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, οι περισσότεροι θα απαντήσουν μάλλον πως είναι κατά.

Photo: Circe Denyer/Unsplash
Photo: Circe Denyer/Unsplash

Η βάση του προβλήματος

Τα παραπάνω καθιστούν έκδηλη την ύπαρξη ενός σημαντικού κενού: ο κόσμος δεν γνωρίζει πραγματικά πώς τελούνται τα εργαστηριακά πειράματα με ζώα και με ποιόν τρόπο αντιμετωπίζονται. Ούτε πόσο αποτελεσματικά είναι, ούτε πόσο απαραίτητες είναι οι πληροφορίες που οι ερευνητές έχουν την ευκαιρία να αντλήσουν από αυτά. Πιστεύω, όμως, πως οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν, για αρχή, στο ότι τα πειράματα σε ζώα θα πρέπει να αποφεύγονται όταν δεν είναι αναντικατάστατα από άλλες μεθόδους, στις οποίες δεν απαιτείται η συμμετοχή ζώων, ή εάν δεν πρόκειται πραγματικά να σωθούν ζωές από τα προκύπτοντα ευρήματα.

Δυστυχώς, σε πολλές περιοχές του κόσμου, οι επιστήμονες συχνά βλάπτουν και σκοτώνουν ζώα σε μελέτες που δεν υπάγονται στην κατηγορία των δοκιμών που περιγράφηκαν παραπάνω και που δεν έχουν καμία προοπτική να σώσουν ζωές. Ενδεικτικά, το pet-in.gr είχε αναφερθεί σε άρθρο του σε ένα πείραμα κατά το οποίο αρουραίοι αναγκάζονταν να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες αναψυκτικών τύπου Cola, ώστε να διαπιστωθεί πόσο κακό θα τους προκαλούσε και τα ευρήματα να αξιοποιηθούν για να κατανοήσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις που η κατανάλωση των ίδιων αναψυκτικών επιφέρει και στους ανθρώπους. Τα δε ευρήματα δεν ήταν και τόσο διαφορετικά από τα αναμενόμενα: οι αρουραίοι που κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες απέκτησαν διάφορα εγκεφαλικά προβλήματα, τα οποία επηρέασαν τις νοητικές και γνωστικές λειτουργίες τους, ενώ εκείνοι που κατανάλωναν μικρότερες ποσότητες ήταν σε γενικές γραμμές υγιείς.


Photo: Daniil Zameshaev/Unsplash
Photo: Daniil Zameshaev/Unsplash

Όταν η ηθική χάνει

Στο παραπάνω πείραμα, δεν αποκτήθηκε καμία πληροφορία που μπορεί άμεσα να σώσει ζωές, παρά μόνο ενισχύθηκε κάτι για το οποίο υπήρχαν ήδη στοιχεία από προηγούμενες μελέτες. Όσο για τους αρουραίους, μετά το πέρας των δοκιμών υποβλήθηκαν όλοι σε ευθανασία, ώστε οι ερευνητές να εξετάσουν τις μεταβολές στους εγκεφάλους τους και να μάθουν πώς συνδέονται με τις συμπεριφορικές αλλαγές που είχαν ήδη παρατηρήσει στα τρωκτικά. Το πείραμα αυτό θα μπορούσε απλώς να έχει αποφευχθεί.

Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η έρευνα που διεξήγαγαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Υγείας και Επιστήμης του Όρεγκον στις ΗΠΑ, κατά το οποίο ανάγκασαν ένα είδος ποντικιών να καταναλώσει αλκοόλ, ώστε να διαπιστώσουν εάν αυτό θα τα έκανε να απατήσουν τους συντρόφους τους… Για την ιστορία και μόνο, διαπιστώθηκε πως πράγματι η κατανάλωση αλκοόλ αποδυνάμωσε τη σχέση των ζώων με τους συντρόφους τους. Αλλά ποιές άλλες βλάβες προκλήθηκαν για να προκύψει η συγκεκριμένη πληροφορία; Για να μην μακρυγορούμε, πολλές. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες, τόσο από το κοινό όσο και από φιλοζωικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της PETA.

Σε μία τρίτη περίπτωση, μια νευροεπιστήμονας από το Χάρβαρντ δέχθηκε προσφάτως έντονη κριτική, επειδή χώρισε μητέρες μαϊμούδες από τα μωρά τους και τους έδωσε να κρατούν λούτρινα αρκουδάκια για να διαπιστώσει εάν θα δένονταν συναισθηματικά μαζί τους ή όχι. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην ερευνητική της εργασία ήταν, σε ακριβή μετάφραση, «οι δεσμοί βρέφους/μητέρας ίσως πυροδοτούνται από το απαλό άγγιγμα». Άξιζε άραγε η συναισθηματική καταπόνηση που υπέστησαν τα ζώα αυτά μόνο και μόνο για να γραφτεί αυτή η φράση σε ένα επιστημονικό περιοδικό;


Photo: Jay Turner/Pexels
Photo: Jay Turner/Pexels

Αν και τα προβληματικά παραδείγματα είναι πολλά, πρέπει να αναφερθούν ορισμένα ακόμα που ξεχωρίζουν. Την προηγούμενη εβδομάδα, ομοσπονδιακοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο Ουίλιαμ Άρμστεντ, ένας πλέον πρώην καθηγητής στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, είχε πλαστογραφήσει τα αποτελέσματα πολλαπλών ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενων μελετών που περιλάμβαναν την κοπή κρανίων νεαρών γουρουνιών και την πρόκληση εγκεφαλικών τραυματισμών, την ώρα που οι μελέτες υποτίθεται ότι προορίζονταν για τη δοκιμή φαρμάκων για τη θεραπεία εγκεφαλικών κακώσεων σε ανθρώπους. Η ενοχή του καθηγητή φανερώθηκε μόνο και μόνο από το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη θέση του στο πανεπιστήμιο, ενώ βρισκόταν ακόμα υπό έρευνα από τις αρχές για το συγκεκριμένο παράπτωμα και την προφανώς ανάρμοστη συμπεριφορά του.

Το ενδιαφέρον γύρω από την υπόθεση εντείνεται από το γεγονός ότι ο Ίβαν Οράνσκι, συνιδρυτής του Retraction Watch – ενός μπλογκ που παρακολουθεί τις ανακλήσεις επιστημονικών εργασιών- δήλωσε ότι ορισμένες από τις επινοήσεις του Άρμστεντ περιλάμβαναν την χρήση αποτελεσμάτων προηγούμενων μελετών, τα οποία ο ίδιος παρουσίαζε ως νέα, τουτέστιν ως δικά του, καθώς και παραποιημένα στοιχεία που αποσκοπούσαν στο να φαίνεται πιο αποτελεσματικό ένα φάρμακο που μελετούσε με την ομάδα του. Συνολικά, σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσαν αμερικανικά μέσα, παραποιήθηκαν 51 επιστημονικά στοιχεία σε 5 δημοσιευμένες μελέτες, 3 αιτήσεις που αφορούσαν ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις, καθώς και άλλα έγγραφα. Φυσικά, τα πλαστά δεδομένα καθιστούν αυτόματα την έρευνα άχρηστη, συνεπώς οι συγκεκριμένες εργασίες έχουν ήδη αποσυρθεί και δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε μελλοντικές μελέτες. «Μια ομάδα γουρουνιών υποβλήθηκε σε πολύ άσχημες συνθήκες χωρίς λόγο», δήλωσε ο Οβάνσκι μιλώντας στο The Philadelphia Inquirer.

Για τα επόμενα 7 χρόνια, ο Άρμστεντ απαγορεύεται να διεξάγει έρευνες χρηματοδοτούμενες από την ομοσπονδία, μια ποινή που είναι σχετικά σπάνια, δεδομένης της σοβαρότητάς της. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση. Όπως είχε αναφέρει ο Guardian, μια μελέτη σε ποντίκια που πρωτοδημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature το 2006, η οποία θεωρείτο ότι έριξε φως στην παθολογία του Αλτσχάιμερ και ότι άνοιξε τον δρόμο για ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενες έρευνες τα χρόνια που ακολούθησαν, έβαλε στο στόχαστρο τους συγγραφείς της, που κατηγορήθηκαν για σκόπιμη χειραγώγηση δεδομένων. Οι συζητήσεις γύρω από την υπόθεση ήταν σαφέστατα έντονες, καθώς η έρευνα όχι μόνο οδήγησε σε χρηματοδοτήσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά επηρέασε επίσης πολλούς ερευνητές και τα αποτελέσματά τους, που σημαίνει ότι δημοσιεύθηκαν εργασίες που είχαν αξιοποιήσει αλλοιωμένα δεδομένα που δεν αντικατοπτρίζουν την επιστημονική αλήθεια. Η υπόθεση παραμένει υπό έρευνα.

Σε μία άλλη περίπτωση που απασχόλησε την κοινή γνώμη, ξανά το 2022, ο Ντίπακ Κάουσαλ, επικεφαλής τότε του ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενου ερευνητικού κέντρου Southwest National Primate Research Center στο Σαν Αντόνιο, παραποίησε τα αποτελέσματα μιας δημοσιευμένης μελέτης για μια θεραπεία φυματίωσης που δοκιμάστηκε σε πιθήκους και τα χρησιμοποίησε σε δύο ξεχωριστές αιτήσεις επιχορήγησης από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH, National Institutes of Health). Ο Κάουσαλ τέθηκε υπό μονοετή επιτήρηση, την ελαφρύτερη των ποινών, χωρίς κανέναν μόνιμο περιορισμό στη δυνατότητά του να πειραματίζεται με ζώα. Σύμφωνα μάλιστα με τις αρχικές αναφορές, διατήρησε τη θέση του ως διευθυντής του ερευνητικού κέντρου. Αλλά οι επικρίσεις από την επιστημονική κοινότητα -και όχι μόνο- οδήγησαν στο να χάσει αργότερα τη θέση του, αν και παραμένει ασαφές εάν θα επανέλθει μόλις τελειώσει η περίοδος της εποπτείας του.


Photo: Khondokar Likhon/Pexels
Photo: Khondokar Likhon/Pexels

Ποιό είναι το συμπέρασμα και ποιά θα μπορούσε να είναι μια λύση στο πρόβλημα;

Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις μας δίνουν μια γεύση του πώς τιμωρούνται τα παραπτώματα που σχετίζονται με δοκιμές σε ζώα και παραποιήσεις ερευνητικών δεδομένων και θα πρέπει να μας θορυβήσουν όλους, ιδίως όσους έχουν την ισχύ να ανατρέψουν την κατάσταση και να δώσουν μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Όταν ένας κορυφαίος ερευνητής πρωτευόντων εξακολουθεί να διεξάγει πειράματα σε πιθήκους, ακόμα και μετά από την αποδεδειγμένη και σκόπιμη παραποίηση δεδομένων από πλευράς του, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι αρκετά σαφές: η κακή μεταχείριση των ζώων για πειραματικούς σκοπούς προκαλεί ενόχληση προσωρινά, αλλά σε βάθος χρόνου απλώς ξεχνιέται και τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά.

Ο Τόμας Σάντχοφ από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ είχε επισημάνει στο Science πως το προφανές πρόβλημα είναι ότι τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ σπαταλούν σημαντικά κεφάλαια σε αυτές τις χρηματοδοτήσεις όταν τα αποτελέσματα αλλοιώνονται, αλλά το ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι μέχρι οι παραποιημένες μελέτες να αποσυρθούν, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τα αναληθή δεδομένα σε επόμενες μελέτες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα αποτελέσματά τους «μολύνονται» από μη έγκυρες πληροφορίες, οι οποίες μέχρι να ανιχνευθούν και να αφαιρεθούν από τη διεθνή βιβλιογραφία, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και να εξαπλώνονται.

«Οι κυρώσεις για την απάτη στην έρευνα δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι», είχε πει απλά και ξεκάθαρα μιλώντας σε αμερικανικό μέσο η νευροεπιστήμονας Κάθριν Ρόου, η οποία εργάστηκε στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ για 8 χρόνια και σήμερα είναι επικεφαλής του τμήματος επιστημονικής ανάπτυξης και προβολής της PETA. Η ίδια είχε δηλώσει ότι οι ομοσπονδιακοί κανονισμοί στην έρευνα θα έπρεπε να αποκλείουν μόνιμα όσους δεν συμμορφώνονται με αυτούς. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ένα πρώτο βήμα, αλλά θα ήταν ήδη δύσκολο, καθώς θα απαιτούσε από τις αρχές που επιβλέπουν το κομμάτι της έρευνας να εμπλακούν οι ίδιες ηθικά στο ζήτημα της συμμετοχής ζώων στις μελέτες, κι αυτό θα έπρεπε να είναι σε θέση να το κάνουν παράλληλα με τον κύριο στόχο τους, που είναι να εντοπίζουν τα αναληθή ή/και τα παραποιημένα δεδομένα. Τα μέλη της ερευνητικής κοινότητας έχουν στην πλειοψηφία τους αντιταχθεί σε κάτι τέτοιο, υπό τον φόβο ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει ολικά το εγχείρημα των εργαστηριακών δοκιμών σε ζώα, ακόμα και των δοκιμών που μπορούν πραγματικά να σώσουν ζωές και να πραγματοποιηθούν χωρίς τα ζώα να πεθάνουν ή να υποστούν κάποια μη αναστρέψιμη βλάβη.

Η εξειδίκευση των επιστημόνων σε ένα συγκεκριμένο και ειδικό ερευνητικό κομμάτι δεν τους καθιστά αυτομάτως κατάλληλους να κρίνουν τι είναι ηθικό και τι όχι. Κι αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει. Αν καταφέρουμε να αφαιρέσουμε με δημοκρατικό τρόπο, και εάν αυτό είναι που επιθυμεί η πλειοψηφία, τη δύναμη που οι άνθρωποι της επιστημονικής κοινότητας έχουν στο να ρυθμιζουν οι ίδιοι σε υπέρμετρο βαθμό τη δουλειά τους και τους κανονισμούς που τη διέπουν, τότε τα πράγματα θα είναι καλύτερα για όλους. Το τι είναι ηθικό και τι όχι μας αφορά και μας επηρεάζει όλους. Κι όταν ο άμεσα εμπλεκόμενος θέτει πενιχρά κριτήρια αναφορικά με το τι θεωρείται κακοποίηση ζώου, τότε ίσως τα κριτήρια να πρέπει να επέμβουμε και να τα διαμορφώσουμε εμείς, όλοι οι υπόλοιποι, αξιοποιώντας την αλάθητη δύναμη της δημοκρατίας.


Με πληροφορίες από Science, Guardian, The Philadelphia Inquirer, PETA και ΝΙΗ


Ακολουθήστε το pet-in.gr στο Facebook, στο Instagram και το Google News

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ