Τεχνητή νοημοσύνη: Εξέλιξη ή πιστόλι στον κρόταφο;

Του Σταύρου Μαρίνου


Η τεχνητή νοημοσύνη εισέρχεται δυναμικά στη ζωή μας. Κατά κάποιους, εισβάλλει. Άλλοι, όμως, την καλωσορίζουν με ενθουσιασμό και αντιτίθενται στις γνώμες όσων την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Και οι δύο πλευρές, ωστόσο, προβάλλουν λογικά επιχειρήματα.

Καταρχάς, να διευκρινίσω ότι στο παρόν κείμενο αναφέρομαι στην τεχνητή νοημοσύνη με την «ανθρώπινη» διάσταση που μόνο τώρα έχει αρχίσει να αποκτά. Όχι στην τεχνητή νοημοσύνη όπως έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, αλλά σ’ αυτήν που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα που συχνά δεν επιδέχονται «αχρωμάτιστες» απαντήσεις ή εκείνη που επιδιώκει να «ζωγραφίσει» έργα τέχνης βασισμένη σε περιγραφές και λέξεις «κλειδιά», θέτοντας υπό διακύβευση τη συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα σε δραστηριότητες όπως η συγγραφή κειμένων και η δημιουργία της τέχνης.

Μια κυριαρχούσα άποψη λέει ότι τίποτα νέο δεν μπορεί να οδηγήσει σε ουσιώδη εξέλιξη , εάν δαιμονοποιείται. Μολονότι είναι λογικό -να δαιμονοποιείται- ως κάτι πρωτόγνωρο, είναι τουλάχιστον άδικο, τόσο γι’ αυτούς που απλώς το υποστηρίζουν όσο και για εκείνους που εργάστηκαν σκληρά για να γίνει πραγματικότητα (και εξακολουθούν να δουλεύουν για να το βελτιώσουν), να το καταδικάζουμε απλώς επειδή δεν το γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να μπούμε στον κόπο να το μάθουμε και να το οικειοποιηθούμε μέχρι ενός σημείου, κατά κάποιον τρόπο πειραματικά.

Μια άλλη, εξίσου συνετή θα έλεγα, άποψη λέει ότι δεν μας αφορά το κατά πόσο δαιμονοποιείται ή πρόωρα απορρίπτεται ή προκαταβολικά κατακρίνεται, αλλά τα θετικά και τα αρνητικά αυτού του «νέου», εν προκειμένω της τεχνητής νοημοσύνης και της επικοινωνίας με τη μορφή ερωταπαντήσεων μαζί της. Τουτέστιν, το βάρος θα πρέπει να ρίχνεται, ή έτσι θεωρώ εγώ έστω, στην ολόπλευρη και πολυεπίπεδη εξέταση τού τι χάνεις και τι κερδίζεις.

Χώρο για την απόλυτη άποψη ότι «τίποτα δεν χάνεις» ή «τίποτα δεν κερδίζεις» δεν βλέπω πουθενά. Αυτό είναι το μόνο ίσως που δικαιολογείται να είναι απόλυτο. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, κι αντιστρόφως. Εν πρώτοις, για να τελεσφορήσει μια προσπάθεια, ή έστω να κριθεί μια τέτοια έκβαση αδύνατη, θα πρέπει να εξετασθεί αμφίπλευρα, με όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα, αφιλοπρόσωπα, δίκαια και, ιδανικά, αδέκαστα κριτήρια και μέσα. Στη χώρα που η διαφθορά είναι τέχνη και επάγγελμα βέβαια, αυτό είναι μόνο μια κουβέντα. Αλλά πάμε παρακάτω.

Η δική μου άποψη λέει ότι, παρότι ενστερνίζομαι τις ανωτέρω αμφότερες, καθοριστικότερη σημασία έχει το να εμπεδώσουμε, εάν είναι εφικτό κάπως σαν μια αυταπόδεικτη αλήθεια, ότι -πάνω απ’ όλα- τίποτα νέο δεν είναι δυνατόν να διέπεται από τα όσα θεσπίστηκαν για να ελέγχουν και να διαχειρίζονται το «παλιό». Απαιτούνται νέες γνώσεις, νέες ειδικότητες, νέοι νόμοι. Αναλόγως, μάλιστα, με τον χαρακτήρα και τη φύση της εκάστοτε νεοεισαγόμενης καινοτομίας, ίσως να χρειαστεί ακόμη και μια εξ ολοκλήρου νέα φιλοσοφία, ή κατ’ ελάχιστον ο επαναπροσδιορισμός της ήδη υφισταμένης.

Ενδεικτικά, η νομοθεσία για τα κρυπτονομίσματα, 10 χρόνια και βάλε -σχεδόν 15- μετά την παρθενική εμφάνιση του μέχρι και σήμερα βασιλιά τους, του Bitcoin, είναι ακόμη «στον αέρα». Γίνονται βήματα, φυσικά, τόσο αναγνώρισης όσο και θεσμοθέτησης, αλλά με ρυθμούς χελώνας, ακόμη και από κράτη (ΗΠΑ, Γερμανία κ.α.) που παραδοσιακά δε λειτουργούν έτσι. Αυτό τι δείχνει; Ότι τα όσα έχουν θεσπιστεί για να ελέγχουμε το συμβατικό οικονομικό σύστημα αδυνατούν να εφαρμοστούν σε ένα οικονομικό σύστημα εξ ολοκλήρου άυλο, ψηφιακό και βασισμένο κατά κόρον στην κρυπτογράφηση και την ανωνυμία -ή καλύτερα ψευδοανωνυμία (αναλόγως του τρόπου χρήσης)- γεγονός που έγκειται κυρίως στο ότι οι ειδικοί που έθεσαν τα θεμέλια για το πρώτο, δεν έχουν τις γνώσεις, τα εφόδια ή και την όρεξη (σίγουρα όχι πάντως τα δύο πρώτα) να θέσουν τα θεμέλια και για το δεύτερο. Εξ ου και η αποστροφή, κυρίως των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων, με τη λογική «ξέρω τι είναι;», όχι, «μπορώ να το χρησιμοποιήσω;», όχι, «θέλω να το χρησιμοποιήσω;», όχι, «με ενδιαφέρει να εξετάσω υπό ποιες προϋποθέσεις θα απαντούσα «ναι» στα τρία προηγούμενα ερωτήματα;», όχι. Άρα βάλε την υπόθεση στο συρτάρι.

Κι εδώ είναι που ξεκινά το κρίμα, διότι όλα μεταβάλλονται και πάνε χρονικά πίσω, στο μέλλον, στο «μετά» και στο «αργότερα», αποτελώντας τροχοπέδη στην ίδια την εξέλιξη, για την οποία μ’ ένα στόμα φωνάζουμε ότι «διψάμε». Ή κάνω λάθος; Κι αφού αναφέρθηκα, έστω εμβόλιμα, στο ζήτημα, το ίδιο ισχύει και για ανθρώπους εκτός κυβερνήσεων και νομοθετικών σωμάτων, είτε εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτών, είτε άμεσα τα δικά τους (ας αποδώσουμε κι ένα μικρό ποσοστό ωστόσο σε απλή άγνοια). Πότε διάβασες τελευταία φορά νέα για cryptos από κάποιο μέσο ενημέρωσης στην Ελλάδα χωρίς να αναφέρεται στην εξαπάτηση ενός -συνήθως ηλικιωμένου- ανθρώπου που μη γνωρίζοντας «που παν’ τα τέσσερα» έχασε τα χρήματά του; Όπου διαβάζω από ελληνικό μέσο τη λέξη «κρυπτονομίσματα», μετράω πόσες παρεμβάλλονται μέχρι τη λέξη «απάτη». Όχι και ιδιαίτερη εξέλιξη. Είδηση για τις -αξιοσημείωτες- τεχνολογικές και χρηματοπιστωτικές καινοτομίες του κλάδου δεν διάβασα πουθενά, παρά μόνο σε θεματικά περιοδικά και εφημερίδες. Αναλογιζόμενος δε την ελληνική πρόοδο σε αυτό το κομμάτι, ξαφνικά οι ρυθμοί χελώνας των ΗΠΑ μοιάζουν πιο πολύ με λαγού.

Photograph by Cottonbro Studio
Photograph by Cottonbro Studio

Εν τέλει, στα περί AI, κανένας δε νομίζω ότι αμφιβάλλει ότι το να μιλάς με κάτι άψυχο είναι εξέλιξη. Το ζήτημα, όμως, είναι ως προς τι; Πώς μπορούμε να κινηθούμε ώστε ένα εργαλείο να μην μετατραπεί σε όπλο που σημαδεύει τον ίδιο μας τον κρόταφο; Μακάρι να είχα την απάντηση.

Οι σκέψεις μου, όμως, συνοψίζονται στα εξής: η τεχνητή νοημοσύνη φυσικά κι αποτελεί εξέλιξη, ως μια σχεδόν φυσική και αυτονόητη απόρροια της εξέλιξης της τεχνολογίας και των μέσων που αυτή παρέχει στην επιστήμη, κι αντιστρόφως, καθότι -εκ φύσεως- οι δύο αλληλοκαλύπτονται και αλληλοεξαρτώνται. Το φλέγον ερώτημα είναι αν τίθεται ζήτημα περί απειλής του ανθρώπου, του έργου του και της αντίστοιχης ανθρώπινης νοημοσύνης του. Είναι ενοχλητική η σκέψη της πιθανότητας το κείμενο που διαβάζεις αυτή τη στιγμή να το έγραψε ένα «ρομπότ» κι εγώ απλώς να έχω βάλει πάνω τ’ όνομά μου. Δεν είναι;

Νιώθεις ανασφάλεια σκεπτόμενος ότι -θεωρώντας δεδομένη την περαιτέρω βελτίωση, αναβάθμιση και γενικώς εξέλιξη της εν λόγω τεχνολογίας περί «ρομποτικής» ικανότητας και «σκέψης»- ίσως κάποια στιγμή να μην είσαι σε θέση να αντιλαμβάνεσαι εάν το κείμενο που διαβάζεις (ή το έργο τέχνης που θαυμάζεις ή η μουσική που ακούς) είναι κάτι που «γέννησε» ανθρώπινος εγκέφαλος ή ένα συνονθύλευμα καλά κομμένων και ραμμένων πληροφοριών, ως επί το πλείστον κλεμμένων, από μια παγκόσμια και αέναη βάση δεδομένων, «μαγειρεμένων» από ένα λογισμικό. Έχω άδικο;

Αγγίζει τα όρια της κινδυνολογίας, δίχως ωστόσο να τα ξεπερνά, ότι τέτοιες συγχύσεις θα μπορούσαν να θολώσουν τη σκέψη, την κρίση και τον εγκέφαλό μας εν γένει. Εξίσου επικίνδυνο είναι, εντούτοις, το να απορρίπτουμε κάτι που, εάν θεσπιστεί σωστά, θα μπορούσε να αποτελέσει κομμάτι, ίσως ακόμη και βαρύνουσας σημασίας, του μέλλοντος. Και το Ίντερνετ όταν πρωτοεμφανίστηκε κατακρίθηκε. Σήμερα, για τους περισσότερους από εμάς, είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας, του τρόπου που μαθαίνουμε, διαβάζουμε, ψυχαγωγούμαστε και επικοινωνούμε. Και με τα θετικά, και με τ’ αρνητικά του.

Ας μην αρνούμαστε την εξέλιξη. Αλλά ας μην την προεξοφλούμε κιόλας. Είναι διαδικασία, όχι διακόπτης. Η γνώμη μου είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη ήρθε για να μείνει. Η αξιοποίησή της στην επιστήμη, σε τομείς όπως ο κώδικας και τα μαθηματικά (μεταξύ πολλών άλλων), ειλικρινά με συναρπάσει, ακόμη κι αν δε ληφθεί καν υπ’ όψιν η επακόλουθη, σχεδόν απαράκαμπτη, και με θετικό πρόσημο τροποποίησή της. Όσο για την επικινδυνότητα της ακαριαίας έγκρισης και αποδοχής της, αυτή έγκειται, αφενός, στην έλλειψη ολόπλευρα «ζυγισμένης» και επαρκώς τεκμηριωμένης πολιτικής και θεσμοθέτησης, συνοδεία της σαφώς απαραίτητης τεχνογνωσίας και, αφετέρου, στην άνευ ορθών κριτηρίων διαχείριση του ζητήματος περί πνευματικών δικαιωμάτων που -παραπάνω από εύλογα- ανακύπτει και που πολλοί έχουν ήδη καταστήσει πρόδηλη την άγνοιά τους επ’ αυτού. Κι αυτό, στοιχηματίζω πως συμβαίνει επειδή δεν πλήττονται, εκείνοι ή το έργο τους, τουλάχιστον όχι άμεσα ή όχι γνωρίζοντάς το.

Ίσως πρώτα να έρχεται η εξέλιξη και μόνο ύστερα να αποκτάται η γνώση της αποτελεσματικής και ανώδυνης διαχείρισής της. Σταδιακά. Αλλά αξίζει τον κόπο; Αν ρωτάς εμένα, ναι. Θυμήσου όμως: η πρόκληση δεν είναι το εάν θα δεχθούμε το «νέο» ή όχι, αλλά το πώς θα το κάνουμε. Το να μην το κάνουμε συνολικά, για μένα δεν είναι επιλογή. Δε ζούμε για τη στασιμότητα. Ζούμε για το «μπροστά». Και το νυστέρι κάποτε ήταν νέο. Κάποιοι το χρησιμοποίησαν για να σκοτώσουν, κι άλλοι για να εγχειρήσουν και να σώσουν ζωές.

Το θέμα είναι βαρύ και θα φροντίσω να επανέλθω, αλλά για να βάλω κάπου και μία τελεία, όπως τελικά κι αν τη χρησιμοποιήσουμε, ας είναι με τρόπο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν θα ατροφήσει, με τρόπο που θα μας βοηθά σε μία κατηγορία πραγμάτων που δεν μπορούμε να αναλωνόμαστε ή δεν έχουμε λόγους να εξακολουθούμε να θέλουμε να κάνουμε, εφόσον υπάρχει πλέον εναλλακτική και θα υπάρξει αν το θελήσουμε και η γνώση της δίκαιης προς όλους αξιοποίησής της. Πάντως, αν μη τι άλλο, σ’ αυτήν την κατηγορία δεν εμπίπτουν η τέχνη, η σκέψη, η έμπνευση, το συναίσθημα και η λογική.

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ