Το εξαφανισμένο ζώο με χαρακτηριστικά από λύκο, τίγρη και καγκουρό – Η αμφιλεγόμενη εξαφάνισή του

Μια διεθνής ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο της Τασμανίας εξέτασε εκ νέου την εξαφάνιση και την πιθανή επανεμφάνιση του μεγαλύτερου γνωστού σαρκοβόρου μαρσιποφόρου ζώου της σύγχρονης εποχής: του θυλακίνου.

Η «Τίγρης της Τασμανίας»

Ο θυλακίνος (ή θυλακίνη), γνωστός και ως «Τίγρης της Τασμανίας», πρόκειται για ένα εξαφανισμένο είδος ζώου με χαρακτηριστικά που θα τα έβρισκε κανείς το λιγότερο ασυνήθιστα. Ο οποιοσδήποτε στο άκουσμα της ύπαρξης ενός ζώου με χαρακτηριστικά από τίγρη, λύκο και καγκουρό θα γούρλωνε τα μάτια και θα τέντωνε τ’ αυτιά για να μάθει περί τίνος πρόκειται. Μπορεί να φαντάζει δημιούργημα επιστημονικής φαντασίας, αλλά πρόκειται για ένα πέρα για πέρα αληθινό ζώο που πράγματι έζησε και περπάτησε στη Γη. Και μάλιστα, μέχρι πολύ πρόσφατα.

Το είδος Thylacinus cynocephalus έζησε από το πρώιμο Πλειόκαινο έως και το Ολόκαινο. Επρόκειτο για θηλαστικό, το τελευταίο μέλος της οικογένειας των Θυλακινίδων, που ζούσε στην Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα και την Τασμανία. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN), ο θυλακίνος εξαφανίστηκε το 1936. Η εξαφάνισή του αποδίδεται κυρίως στο εντατικό κυνήγι, το οποίο εκείνη την εποχή ενθαρρυνόταν και από επικηρύξεις που αφορούσαν τη θανάτωση των συγκεκριμένων ζώων, αλλά ενδεχομένως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και άλλοι παράγοντες. Παρά το γεγονός ότι το είδος θεωρείται πλέον εξαφανισμένο, έχουν αναφερθεί σποραδικές εμφανίσεις του, αλλά καμία από αυτές δεν έχει αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα.

Τα διαθέσιμα στοιχεία -που το pet-in.gr κατάφερε να διασταυρώσει- από την εποχή που μελετήθηκε το ζώο, αναφέρουν ότι επρόκειτο για ένα σχετικά ντροπαλό, νυκτόβιο πλάσμα, με μέγεθος ίσο με εκείνο ενός μεσαίου ή μεγάλου σκύλου, ενώ η ουρά του περιγράφεται ως «δύσκαμπτη». Οι σκούρες λωρίδες στο πίσω μέρος του σώματός του ήταν το χαρακτηριστικό που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ως «Τίγρης της Τασμανίας», ενώ το γεγονός ότι διέθετε μάρσιπο -ο οποίος μάλιστα εμφανιζόταν και στα αρσενικά άτομα του είδους- ευθύνεται για τον παραλληλισμό του με το καγκουρό.

Αποτελεί το ένα από τα δύο είδη ζώων που εμφανίζουν μάρσιπο και στα δύο φύλα (το άλλο είναι το υδρόβιο οπόσουμ). Στα αρσενικά, ο μάρσιπος προστάτευε τα αναπαραγωγικά όργανα, όταν το ζώο κυνηγούσε σε περιβάλλοντα με πυκνή, άγρια βλάστηση. Επίσης, έχει περιγραφεί και ως «Λύκος της Τασμανίας», κι αυτό επειδή περισσότερο έμοιαζε με λύκο ή με άγριο σκύλο. Άλλωστε, παρατηρώντας κανείς την επιστημονική ονομασία του είδους, θα αναγνώριζε εύκολα τη λέξη «κυνοκέφαλος» (αυτός που έχει κεφάλι σκύλου). Ως θηρευτής, ο θυλακίνος φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά ικανό αρπακτικό λόγω της ικανότητάς του να επιζεί και να κυνηγά τη λεία του σε εξαιρετικά αραιοκατοικημένες περιοχές, με αποτέλεσμα το είδος να τοποθετείται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, πριν από την εξαφάνισή του.


Το έναυσμα για την έρευνα του Thylacinus cynocephalus

Ο τελευταίος θυλακίνος επιβεβαιώθηκε ότι σκοτώθηκε στη φύση στο 1930, ενώ το τελευταίο υπό αιχμαλωσία άτομο του είδους απεβίωσε σε έναν ζωολογικό κήπο της Τασμανίας το 1936. Έκτοτε, έχουν αναφερθεί και άλλες θεάσεις -όπως προαναφέρθηκε- αλλά χωρίς επαρκείς αποδείξεις.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι αναφορές από ανθρώπους ότι συνάντησαν το ζώο, διέγειραν εκ νέου το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Έχοντας κατά του την πιθανότητα το πλάσμα να εξακολουθούσε να επιβιώνει, την ίδια ώρα που το εισήγαγαν στον επίσημο κατάλογο των υπό εξαφάνιση ειδών, καθώς και όταν το αφαίρεσαν και το χαρακτήρισαν ως «εξαφανισμένο», οι ερευνητές θέλησαν να ερευνήσουν, μεταξύ άλλων, τις αναφορές περί θέασης, δοκιμάζοντας και αξιολογώντας την εγκυρότητά τους, καθώς και να μοντελοποιήσουν τα τελευταία μέρη όπου πιθανώς έζησε αυτό το εμβληματικό αρπακτικό.


Η μεθοδολογία της έρευνας

Στο πλαίσιο της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε στο που δημοσιεύθηκε στο “Science of The Total Environment”, οι ερευνητές άντλησαν πληροφορίες από κάθε διαθέσιμη πηγή: στοιχεία από κυβερνητικά αρχεία, δημοσιευμένες εκθέσεις, συλλογές μουσείων, άρθρα εφημερίδων, σύγχρονη αλληλογραφία, ιδιωτικές συλλογές ή άλλες αναφορές και μαρτυρίες. Η ομάδα έψαξε ακόμη και αρχεία μικροφίλμ για να οργανώσει τη βάση δεδομένων των παρατηρήσεων.

Ακολούθως, όλες οι παρατηρήσεις χρονολογήθηκαν και επισημάνθηκαν με γεωγραφικές ετικέτες, βαθμολογήθηκαν ποιοτικά και κατηγοριοποιήθηκαν ανά τύπο (φυσικό αρχείο, παρατήρηση από εμπειρογνώμονα, άλλες παρατηρήσεις, ίχνη). Χρησιμοποιώντας αυτήν την επιμελώς διαμορφωμένη και οργανωμένη βάση παρατηρήσεων, οι ερευνητές χαρτογράφησαν τις θέσεις των παρατηρήσεων ανά τα έτη, λαμβάνοντας υπόψη -όπως αναφέρουν- ότι «η εξαφάνιση συχνά διαδραματίζεται σταδιακά μέσω μιας ενδιάμεσης διαδικασίας συρρίκνωσης του εύρους εξάπλωσης και χωρικά ετερογενών μειώσεων (των ατόμων του είδους), οι οποίες πυροδοτούνται από μια μεταβλητή τοπική ένταση απειλών, όπως η αλλαγή των ενδιαιτημάτων και το κυνήγι».


Οι επίμαχες διαπιστώσεις

Η τελική βάση δεδομένων περιελάμβανε 1.237 καταχωρήσεις αναφορών με 99 φυσικά αρχεία και 429 παρατηρήσεις από εμπειρογνώμονες που προέρχονταν από πρώην κυνηγούς, επιστήμονες ή αξιωματούχους, ενώ οι υπόλοιπες προέρχονταν από το ευρύ κοινό. Τα μοντέλα που δημιουργήθηκαν επιδιώκοντας να εκτιμήσουν πότε εξαφανίστηκε ο θυλακίνος, έδειξαν ότι το είδος ίσως εξαφανίστηκε αρκετά αργότερα από αυτό που πιστεύεται, προς τα τέλη της δεκαετίας του 20ου αιώνα -κι όχι στις αρχές του όπως θεωρείται.

Οι μέσες ημερομηνίες εξαφάνισης τοποθετήθηκαν, βάσει των δεδομένων, μεταξύ 1999 και 2008, ενώ με βάση τις επικαλύψεις που πραγματοποιήθηκαν και εξετάσθηκαν στη συνέχεια, προέκυψε το άκρως αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα που θέλει το έτος εξαφάνισης του θυλακίνου να τοποθετείται κοντά στο 1999. Εντούτοις, όταν τα δεδομένα περιορίστηκαν μόνο σε φυσικά δείγματα, τα δύο μοντέλα που δημιουργήθηκαν έδειξαν ότι η εξαφάνιση του είδους έλαβε χώρα το αργότερο το 1941.

Ημερομηνίες εξαφάνισης όπως προέκυψαν από τις προσομοιώσεις για το είδος Thylacine στην Τασμανία, χρησιμοποιώντας και τις 1237 ποιοτικές καταγραφές εντοπισμού. Το a απεικονίζει την κατανομή πυκνότητας των πιθανοτήτων εξαφάνισης συναρτήσει των ημερολογιακών ετών Το b απεικονίζει την αθροιστική πιθανότητα διατήρησης του είδους για κάθε ημερολογιακό έτος, βάσει της κατανομής του α ( (Credit: Barry W. Brook, Stephen R. Sleightholme, Cameron R. Campbell, Ivan Jarić, Jessie C. Buettel, Resolving when (and where) the Thylacine went extinct, Science of The Total Environment, Volume 877, 2023, 162878, ISSN 0048-9697, (https://doi.org/10.1016/j.scitotenv.2023.162878.)
Διαγράμματα των επιστημόνων που δείχνουν τις ημερομηνίες εξαφάνισης όπως προέκυψαν από τις προσομοιώσεις για το είδος Thylacine στην Τασμανία, χρησιμοποιώντας και τις 1237 ποιοτικές καταγραφές εντοπισμού.Το a απεικονίζει την κατανομή πυκνότητας των πιθανοτήτων εξαφάνισης συναρτήσει των ημερολογιακών ετών. Το b απεικονίζει την αθροιστική πιθανότητα διατήρησης του είδους για κάθε ημερολογιακό έτος, βάσει της κατανομής, όπως αυτή αποτυπώνεται στο a. Ο χρόνος εξαφάνισης που υποδεικνύεται για το είδος τοποθετείται αρκετά αργότερα από το 1936, όταν και απεβίωσε το τελευταίο υπό αιχμαλωσία άτομο του είδους, παρότι δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να το υποστηρίζουν (Credit: Barry W. Brook, Stephen R. Sleightholme, Cameron R. Campbell, Ivan Jarić, Jessie C. Buettel, Resolving when (and where) the Thylacine went extinct, Science of The Total Environment, Volume 877, 2023, 162878, ISSN 0048-9697, (https://doi.org/10.1016/j.scitotenv.2023.162878.)

Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων από τους επιστήμονες

Οι ερευνητές υποδηλώνουν ότι ενώ η «Τίγρης της Τασμανίας» είναι απίθανο να κρύβεται σήμερα στα εύκρατα δάση του νησιού, το πραγματικό έτος εξαφάνισης είναι πιθανότατα πολύ πιο πρόσφατο από ό,τι θεωρείτο μέχρι πρότινος. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από το γεγονός ότι αναφέρονται πολλαπλά παραδείγματα ομαδοποιημένων εμφανίσεων με οπτικές περιγραφές που συνδέονται στενά μεταξύ τους, οι οποίες περιλαμβάνουν συσχετίσεις που, όπως θεωρούν οι ερευνητές, δεν ήταν εμφανείς όταν οι αναφορές υποβάλλονταν στις αρχές.

Εξετάζοντας τα δεδομένα στο σύνολό τους, ο ετήσιος αριθμός των αναφορών κατά τις έξι δεκαετίες από το 1940 έως το 1999 ήταν σχετικά σταθερός, αλλά μειώθηκε σημαντικά από το 2000 έως σήμερα. Κατά τους επιστήμονες, αυτό υποδηλώνει την πιθανότητα μια μικρή ομάδα θυλακίνων να κατάφερε να επιβιώσει, «νικώντας» την εξαφάνιση.

Ενδέχεται, δηλαδή, τα λίγα άτομα που επιβίωσαν να εγκατέλειψαν τον τόπο τους και να υποχώρησαν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν μόλις λίγα χρόνια πριν την εποχή των smartphones, τα οποία θα μπορούσαν εύκολα με την κάμερά τους να απαθανατίσουν τα πλέον εξαφανισμένα ζώα και να παρέχουν πειστικές αποδείξεις αναφορικά με το έτος εξαφάνισής τους.


Πηγή: Έρευνα

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ