Διροφιλαρίωση: Το «σκουλήκι της καρδιάς» που απειλεί τους σκύλους

Με αφορμή τη διαδικτυακή έρευνα που “τρέχει” αυτήν την περίοδο στις ΗΠΑ για τη διροφιλαρίωση, η συντακτική ομάδα του pet-in.gr θεώρησε ότι η ενημέρωσή μας για τη συγκεκριμένη πάθηση είναι απαραίτητη και στην Ελλάδα, εφόσον συναντάται και στις δικές μας περιοχές, γι’ αυτό κι ανέτρεξε σε επιστημονικές πηγές για να σας παραθέσει το παρόν άρθρο.

Τι είναι η διροφιλαρίωση και πώς μεταδίδεται;

Η διροφιλαρίωση πρόκειται για μια δυνητικά θανατηφόρα παρασιτική νόσο της καρδιάς και των πνευμόνων που προσβάλλει τους σκύλους, τις γάτες και περίπου 30 ακόμα είδη ζώων. Προκαλείται από παράσιτα που βρίσκονται στα μεγάλα αγγεία γύρω απ’ την καρδιά, στον πνεύμονα και, σε πολλές περιπτώσεις, και στην ίδια την καρδιά. Τα παράσιτα που προκαλούν τη διροφιλαρίωση, που οι Αμερικανοί τ’ αποκαλούν «σκουλήκια της καρδιάς» (heartworm), ονομάζονται επιστημονικά Dirofilaria immitis και πρόκεινται για μικροσκοπικές προνύμφες (μικροφιλάριες) που μεταδίδονται από μολυσμένα κουνούπια. Η μεταδοτικότητας της νόσου εξαρτάται από την παρουσία των κουνουπιών, καθώς αυτά μεσολαβούν στη μετάδοσή της λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι ξενιστές.

Το δήγμα (τσίμπημα) ενός μολυσμένου κουνουπιού είναι αρκετό για να μεταδώσει το παράσιτο στον σκύλο ή τη γάτα μας. Οι σκύλοι, μάλιστα, θεωρούνται οι πλέον ευπαθείς στη νόσο, αποτελώντας το είδος που κινδυνεύει περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα από τη διροφιλαρίωση. Στη χώρα μας πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, αλλά έχουν πλέον σημειωθεί περιπτώσεις προσβεβλημένων σκύλων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως στην Αμερική, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, η νόσος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της από πολύ παλιά.


Η επιδημιολογία της νόσου και ο κύκλος του παρασίτου

Τα παράσιτα που ευθύνονται για τη νόσο, οι διροφιλάριες, έχουν βρεθεί εκτός Ελλάδος σε διάφορα είδη ζώων, όπως σε γάτες, άλογα, μεγάλα θηλαστικά και σε ανθρώπους. Ωστόσο, ο σκύλος είναι το μόνο ζώο που παρουσιάζει έντονα συμπτώματα από τη νόσο. Δεδομένου ότι το παράσιτο πρέπει υποχρεωτικά να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του μέσα στον οργανισμό του κουνουπιού, η νόσος δεν μεταδίδεται με την άμεση επαφή μεταξύ υγιούς και ασθενούς ζώου, ούτε με την χρήση κοινών σκευών. Η ράτσα, το φύλο ή το μήκος του τριχώματος του ζώου δεν επηρεάζουν το παράσιτο. Τα ζώα που ζουν έξω από το σπίτι, ιδιαίτερα εκείνα που ζουν σε χώρους με βλάστηση και αυξημένη υγρασία, παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα προσβολής, ενώ οι ώρες που μεσολαβούν από τη δύση μέχρι την ανατολή του ηλίου θεωρούνται οι πιο επικίνδυνες για τη μετάδοση.

Άξιο αναφοράς είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι μικροφιλάριες έχουν την ικανότητα να περνούν τον φραγμό του πλακούντα και να εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος των εμβρύων στις εγκυμονούσες σκύλες. Οι μικροφιλάριες μπορούν να βρίσκονται στην κυκλοφορία του αίματος του προσβεβλημένου ζώου μέχρι και 2 χρόνια χωρίς την εκδήλωση συμπτωμάτων, έως ότου καταναλωθούν από κάποιο κουνούπι που θα λειτουργήσει ως ενδιάμεσος ξενιστής για την ολοκλήρωση της ανάπτυξής τους. Μέχρι τότε, δεν μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τον σκύλο. Αν, όμως, η ανάπτυξή τους ολοκληρωθεί στο σύστημα ενός κουνουπιού, τότε τα παράσιτα μεταφέρονται στην προβοσκίδα του κι από εκεί περνούν στον σκύλο μέσω του τσιμπήματος. Εν συνεχεία, μεταφέρονται από το δέρμα στον υποδόριο ιστό, όπου κι εγκαθίστανται για τις επόμενες 67 με 80 ημέρες, διάστημα κατά το οποίο αναπτύσσονται φθάνοντας τα 4 εκατοστά σε μήκος. Μετά το πέρας του εν λόγω σταδίου, το παράσιτο εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και μεταφέρεται στις πνευμονικές αρτηρίες, όπου η ανάπτυξή του ολοκληρώνεται με ταχείς ρυθμούς και εντός ελαχίστου χρόνου φθάνει το τελικό του μέγεθος, που είναι 28 εκατοστά για το θηλυκό και 16 εκατοστά για το αρσενικό. Τα θηλυκά παράσιτα είναι γενετικά ώριμα στην ηλικία των 100 ημερών και παράγουν νέες μικροφιλάριες σε ηλικία περίπου 6 μηνών.


Συμπτώματα σε σκύλους και διάγνωση

Η διροφιλαρίωση προκαλεί δυσλειτουργία στην κυκλοφορία του αίματος της καρδιάς, των πνευμόνων και των νεφρών. Βασικά συμπτώματα που μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε ως κηδεμόνες αποτελούν ο επίμονος βήχας, η κατάπτωση, η εύκολη κόπωση, η ανορεξία και η απώλεια βάρους, η δύσπνοια, καθώς και η εμφάνιση οιδημάτων, τα οποία παρουσιάζονται περίπου 120 με 270 ημέρες μετά τη μόλυνση του σκύλου. Η κτηνιατρική εξέταση, ωστόσο, εντοπίζει κι άλλα συμπτώματα που δε μπορούν να παρατηρηθούν με άλλους τρόπους, ενώ η διάγνωση επιτυγχάνεται μέσω των κλινικών συμπτωμάτων και, κυρίως, με ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις.

Σε γενικές γραμμές, αν η διάγνωση πραγματοποιηθεί έγκαιρα, η διροφιλαρίωση μπορεί να θεραπευτεί πριν προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα αγγεία. Αντίθετα, αν η χρονική διάρκεια της ασθένειας είναι μεγάλη ή υπάρχει αυξημένος φόρτος παρασίτων, η θεραπεία μπορεί δυσκολεύει σημαντικά και είναι αβέβαιο το πόσος χρόνος θα χρειαστεί για την ανάρρωση του ζώου.

Στη διάγνωση της διροφιλαρίωσης βοηθούν ο υπέρηχος και οι ακτινογραφίες, η εξέταση ούρων και οι αιματολογικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας ειδικής εξέτασης που ονομάζεται δοκιμή Knott και στοχεύει στην εντόπιση των μικροφιλαριών στο αίμα του πάσχοντος σκύλου. Παρ’ όλ’ αυτά, η πιο ευαίσθητη μέθοδος είναι αυτή που ανιχνεύει αντιγόνα του παρασίτου στον ορό του αίματος και ονομάζεται μέθοδος ELISA (Enzyme-linked Immunosorbent Assay). Η δοκιμή αυτή βοηθά στη διάγνωση της νόσου, στον προληπτικό έλεγχο των σκύλων, αλλά και στον έλεγχο του θεραπευτικού αποτελέσματος.

ο κτηνίατρός σας είναι ο καλύτερος σύμμαχός σας, τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία της νόσου (Photograph by Tima Miroshnichenko)
Ο κτηνίατρός σας είναι ο καλύτερος σύμμαχός σας, τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία της νόσου (Photograph by Tima Miroshnichenko)

Πρόληψη – Θεραπεία

Όπως στις περισσότερες περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, η πρόληψη είναι σημαντικά πιο ανώδυνη από τη θεραπεία, απ’ όποια πλευρά κι αν το εξετάσουμε. Αυτή επιτυγχάνεται με τη χορήγηση ειδικών αντιπαρασιτικών σκευασμάτων μία φορά τον μήνα και προτείνεται να ξεκινά από μικρή ηλικία. Επιπλέον, η χρήση αντικουνουπικών σκευασμάτων και ο προληπτικός έλεγχος θεωρούνται απαραίτητα για όλους τους σκύλους και θα πρέπει να γίνονται ανά 6 μήνες, ώστε να υπάρξει έγκαιρη διάγνωση της νόσου σε περίπτωση μόλυνσης.

Αναφορικά με τη θεραπεία, παρά το γεγονός πως υπάρχει και πολλές φορές είναι αποτελεσματική, συνήθως έχει αυξημένο κόστος και συνοδεύεται από επιπλοκές, ανάλογα με τη διάρκεια της νόσου και το βαθμό της μόλυνσης. Είναι γενικά πιο πολύπλοκη και συνδέεται με αρκετούς κινδύνους για το πάσχον ζώο. Κατά τη θεραπεία, ο κτηνίατρος χορηγεί ειδικά ενέσιμα φάρμακα με παράλληλη χορήγηση από το στόμα. Χωρίς θεραπεία, η ασθένεια μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.

Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά πρωτόκολλα αντιμετώπισης. Η επιλογή του καταλληλότερου εξ αυτών γίνεται βάσει της βαρύτητας της νόσησης, της ηλικίας και της γενικότερης κατάστασης του ζώου. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, η θεραπεία προτείνεται να ξεκινά με τη χορήγηση αγωγής που θανατώνει τις μικροφιλάριες και εν συνεχεία, περίπου 2 μήνες αργότερα, να ξεκινάει η αγωγή για τη θανάτωση των ενηλίκων παρασίτων, η οποία πραγματοποιείται με εγχύσεις μιας ουσίας που ονομάζεται μελαρσομίνη και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Αν και τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, αφού τα παράσιτα εξουδετερώνονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το στάδιο της ζωής τους, ενώ σε ορισμένα ζώα η συγκεκριμένη ουσία μπορεί να επιδεινώσει άλλες παθήσεις απ’ τις οποίες πάσχουν. Γι’ αυτο και ο κτηνίατρός σας είναι ο καλύτερος σύμμαχός σας, τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία της νόσου.

Σε ιδιαίτερα επιβαρυμένα ζώα, η αγωγή που περιγράφηκε παραπάνω αναβάλλεται μέχρι τη σταθεροποίηση της υγείας τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις προτιμάται η μηχανική αφαίρεση των παρασίτων με μια ειδική επέμβαση πριν την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής. Εκτός από αυτά, το ζώο ενδέχεται να χρειαστεί φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση των επιπλοκών της διροφιλαρίωσης, καθώς και ειδική αγωγή για την πρόληψη και την αντιμετώπιση (αν προκύψουν) των πιθανών επιπλοκών της θεραπείας.

Το pet-in.gr εφιστά την προσοχή σας και σας υπενθυμίζει ότι η θεραπεία, πέραν του αυξημένου κόστους, είναι πιο επώδυνη και συνοδεύεται συχνά από επιπλοκές, ενώ η πρόληψη, αντιθέτως, είναι εύκολη και το κόστος της χαμηλό. Σας παροτρύνουμε να προγραμματίσετε την προληπτική θεραπεία για τον σκύλο σας κατόπιν συνεννόησης με τον κτηνίατρό σας.


 

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ