Λαμπραντόρ μπορούν να σώσουν τους ελαιώνες της Νότιας Ιταλίας που αργοπεθαίνουν

Τα Λαμπραντόρ φαίνεται πως μπορούν να αξιοποιήσουν την ισχυρή όσφρησή τους για να προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στον περιορισμό της ασθένειας που αποδεκατίζει την ελαιοπαραγωγή της Κάτω Ιταλίας.

Μία εκ των παραδοσιακά μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών περιοχών της Ιταλίας, η Απουλία, στο νότιο τμήμα της γειτονικής μας χώρας, συνεισφέρει περί το 50% της εγχώριας παραγωγής. Ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαετία, το τοπίο έχει αλλάξει δραστικά, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Ιταλός δημοσιογράφος Αγκοστίνο Πετρόνι στο BBC.


Η αιτία θανάτου των ελαιόδεντρων

Αιτία αποτελεί ένας μικροσκοπικού μεγέθους και εξαιρετικά αθόρυβος εισβολέας, ο οποίος έχει ήδη σκοτώσει περί τα 20 εκατομμύρια ελαιόδεντρα από τα συνολικά 60 εκατομμύρια της περιοχής, δηλαδή περίπου το. Ο λόγος για το βακτήριο Xylella fastidiosa. Η εμφάνιση του βακτηρίου στην Απουλία πρόκειται για την πρώτη καταγραφή του σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ο Αγκοστίνο Πετρόνι περιγράφει: «Σήμερα, μια ατελείωτη θάλασσα από νεκρούς, γκρίζους κορμούς δέντρων καλύπτει το κατώτερο τμήμα της περιοχής, διάστικτη με ό,τι έχει απομείνει από χιλιάδες μικρής κλίμακας αγροκτήματα, ελαιοτριβεία και θερμοκήπια».

Ο ίδιος εξηγεί ότι τα εν λόγω βακτήρια ουσιαστικά φράζουν το ξυλέμι, τα αγγεία που είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά νερού από τις ρίζες στα φύλλα των δέντρων και των ξυλωδών φυτών, με αποτέλεσμα να τα «πνίγει» σταδιακά, οδηγώντας τελικώς στον θάνατό τους. Ένα αρκετά κοινό έντομο, τα σπίθα, συμβάλλουν στη μετάδοση της ασθένειας. Δαγκώνοντας ένα μολυσμένο φύλλο, τα βακτήρια περνούν στο σάλιο των εντόμων, κι από εκεί μεταφέρονται στο επόμενο υγιές φυτό με το οποίο θα επιχειρήσουν να τραφούν, μέσω τους δαγκώματος των φύλλων του.

Το βακτήριο Xylella fastidiosa δεν προτιμά αποκλειστικά ελαιώνες. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, έχει προσβάλει 595 διαφορετικούς φυτικούς οργανισμούς. Ο Πετρόνι εξηγεί ότι, τον τελευταίο αιώνα, από το εν λόγω βακτήριο έχουν προσβληθεί και αποδεκατιστεί αμπελώνες στη Νότια Καλιφόρνια, πορτοκαλεώνες στη Βραζιλία και αχλαδιές στην Ταϊβάν, τα οποία, όπως περιγράφει, «ξεραίνονται αργά-αργά» έως ότου πεθάνουν.

Photograph by Julia Sakelli
Photograph by Julia Sakelli

Η «ρίζα» τού προβλήματος

Μέχρι στιγμής, αποτελεσματική θεραπεία για το βακτήριο δεν υπάρχει. Το μόνο που μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ασθένειας είναι η αποτροπή της εξάπλωσής της, μέσω του έγκαιρου εντοπισμού και της επιβολής των κατάλληλων μέτρων. Κάθε μολυσμένο δέντρο ξεριζώνεται, ενώ όλα τα υπόλοιπα δέντρα σε ακτίνα 50 μέτρων εξετάζονται εξονυχιστικά. Αν και η περάτωση αυτού, είναι δυσκολότερη απ’ όσο ακούγεται. Και η δυσκολία έγκειται στο ότι πολλά ελαιόδεντρα, παρότι έχουν μολυνθεί από το βακτήριο, επιβιώνουν χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα. Έτσι, η ασθένεια συνεχίζει να εξαπλώνεται «αθόρυβα».

Η ολιγωρία των ιταλικών αρχών, κατά τα πρώτα χρόνια εξάπλωσης του βακτηρίου, ευθύνεται σημαντικά για την κατάσταση που υφίσταται σήμερα στην Απουλία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιδιοκτήτης του εμπορικού θερμοκηπίου Vivai Giuranna, Μάουρο Τζιουράνα, στο BBC. Ο ίδιος συνεχίζει: «Ημασταν πολύ επιφανειακοί (στην αντιμετώπιση του βακτηρίου) κατά τα πρώτα χρόνια.(…) Η αντίδραση της Ιταλίας έχει πλέον βελτιωθεί από τις πρώτες ημέρες μετά τη μόλυνση, λαμβάνοντας μέτρα όπως η παρακολούθηση της νόσου σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο, η ξυλέλα συνεχίζει να εξαπλώνεται στους ελαιώνες της περιοχής».

Παρ’ όλ’ αυτά, το βακτήριο δεν περιορίζεται εκεί, αφού εξαπλώνεται κατά 20 χιλιόμετρα ετησίως προς τον Βορρά, θέτοντας σε κατάσταση συναγερμού τις αρμόδιες αρχές της Ιταλίας, όπως και των γειτονικών χωρών. Ο Πετρόνι αναφέρει ότι ο Νίκολα ντι Ντόγια, ένας γεωπόνος από τον Τάραντα και γενικός διευθυντής της ένωσης ελαιοπαραγωγών Unaprol, η οποία συνιστά την μεγαλύτερη κοινοπραξία ελαιοπαραγωγών της Ιταλίας, αντιλαμβάνεται πολύ καλά τον κίνδυνο και τάσσεται υπέρ του δραστικού περιορισμού του βακτηρίου.

Photograph by Caique Nascimento
Photograph by Caique Nascimento

Ένας ευρηματικός τρόπος αντιμετώπισης

Ο Ντι Νόγια, μάλιστα, ήταν εκείνος που πρότεινε τη «στρατολόγηση» Λαμπραντόρ, ώστε να εντοπίζουν τα βακτήρια χρησιμοποιώντας της εξαιρετική όσφρησή τους. Ενώ ενδεχομένως ακούγεται τραβηγμένο, υπάρχουν οι απαραίτητες βάσεις: ο ίδιος έχει εμπειρία από αστυνομικούς σκύλους που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση ναρκωτικών και εκρηκτικών υλών, ενώ κάτι αντίστοιχο είχαν καταφέρει και ερευνητές στην Καλιφόρνια με ένα βακτήριο που προσβάλλει τα εσπεριδοειδή.

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούν οι σκύλοι να μυρίσουν τόσο καλά. Ο Πετρόνι εξηγεί: «Το μπροστινό μέρος της μύτης τους χρησιμεύει για την ύγρανση του εισερχόμενου αέρα, γεγονός που βοηθά την όσφρηση. Στη συνέχεια, ο αέρας διοχετεύεται στους πνεύμονες και, εν μέρει, σε έναν οσφρητικό θάλαμο γεμάτο με υποδοχείς για τη σύλληψη των οσμών. Εδώ είναι που η μύτη του σκύλου υπερτερεί της ανθρώπινης: οι σκύλοι έχουν 20 φορές περισσότερους οσφρητικούς υποδοχείς, που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλό τους». Προσθέτει ακόμα πως «όταν ο σκύλος εκπνέει, ο αέρας βγαίνει από τις δύο πλευρικές σχισμές της μύτης και όχι από τα ρουθούνια, όπως στον άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σκύλοι μπορούν να μυρίζουν σε έναν συνεχή κύκλο, συλλαμβάνοντας μεγάλες ποσότητες αέρα και οσμών».

Βάσει των χαρακτηριστικών αυτών επιλέγονται και οι συγκεκριμένες ράτσες σκύλων που απαρτίζουν το πειραματικό πρόγραμμα Xylella Detection Dogs, αναφέρει στο BBC η Σερένα Ντονίνι, συντονίστρια του προγράμματος και εκπαιδεύτρια σκύλων για τον εθνικό οργανισμό αναγνώρισης, τυποποίησης και καταχώρησης των καθαρόαιμων σκύλων στην Ιταλία, ENCI.

Ο Αγκοστίνο Πετρόνι εξηγεί ότι ράτσες όπως τα Σπρίνγκερ Σπάνιελ, τα Γερμανικά Ποιμενικά, τα Κόκερ Σπάνιελ και τα Λαμπραντόρ είναι οι καταλληλότερες, αφενός επειδή χάρις στην μεγαλύτερη μύτη τους και τον μεγαλύτερο χώρο στο στήθος τους είναι πιθανότερο να αποτελέσουν καλούς ανιχνευτές οσμών, καθώς και να εργάζονται σε μεγαλύτερες χρονικά βάρδιες, με αυτοκατευθυνόμενο τρόπο, «κυνηγώντας» πολλές φορές μια μυρωδιά για ώρες, και, αφετέρου, διότι η προσωπικότητά τους είναι ιδανική για το σύστημα ανταμοιβής στο οποίο εκπαιδεύονται, αφού είναι σκυλιά που λατρεύουν να τρώνε και να παίζουν.

«Μέχρι να έχουμε κάτι που ο σκύλος επιθυμεί τόσο έντονα, που ήταν σχεδόν πρόθυμος να σκοτώσει για να το αποκτήσει, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην εκπαίδευσή του», λέει η Ντονίνι στο BBC. Για την επίτευξη αυτού, χρησιμοποιούν ένα «κοίλο παιχνίδι από καουτσούκ», όπως περιγράφει. «Αφού αφήσουν, αρχικά, τον σκύλο να παίξει με αυτό, οι εκπαιδευτές του το κρύβουν, ώστε να δουλέψουν πάνω στις δεξιότητες αναζήτησής του. Κάθε φορά που οι σκύλοι βρίσκουν το παιχνίδι, ανταμείβονται με φαγητό». Η επιλογή του υλικού δεν είναι τυχαία. Η μυρωδιά του καουτσούκ είναι πολύ έντονη και βοηθά τους εκπαιδευτές να μειώσουν σταδιακά τις εκπαιδευτικές συνεδρίες, με σκοπό να οξυνθεί η ευαισθησία της μύτης του σκύλου.

Ο εκπαιδευόμενος σκύλος θα πρέπει να μάθει πώς να γνωστοποιεί ότι ανίχνευσε αυτό που του ζητήθηκε, αφού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας. Ο Πετρόνι εξηγεί ότι μόλις ο σκύλος μάθει πώς να δείχνει ότι έχει βρει το παιχνίδι -μένοντας ακίνητος ή σε καθιστή στάση- οι εκπαιδευτές εισάγουν τη «μυρωδιά-στόχο», που σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι άλλη φυσικά από το βακτήριο της ξυλέλας. Και τα σκυλιά, σύμφωνα με τον ίδιο, τα πηγαίνουν εξαιρετικά. Δύο εκπαιδευόμενα Λαμπραντόρ, ο Πάκο και η Έλις, είναι σε θέση να ξεχωρίσουν με ακρίβεια ένα μολυσμένο ελαιόδεντρο ανάμεσα σε πέντε, με οποιαδήποτε σειρά κι αν τοποθετηθούν, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ελπίδες ότι η ιδέα του Ντι Ντόγια και το σχέδιο υλοποίησής της μπορούν πράγματι να στεφθούν με επιτυχία.

Η προσδοκία των επιστημόνων είναι τα σκυλιά να τοποθετηθούν σε στρατηγικά κρίσιμες τοποθεσίες, όπως θερμοκήπια και λιμάνια (Photograph by Mauro Reemitchy)
Η προσδοκία των επιστημόνων είναι τα σκυλιά να τοποθετηθούν σε στρατηγικά κρίσιμες τοποθεσίες, όπως θερμοκήπια και λιμάνια (Photograph by Mauro Reemitchy)

Η «άφιξη» τού βακτηρίου στην περιοχή και η συνδρομή των σκύλων

Η προσδοκία των επιστημόνων είναι τα σκυλιά να τοποθετηθούν σε στρατηγικά κρίσιμες τοποθεσίες, όπως θερμοκήπια και λιμάνια. Τα τελευταία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, καθώς πιστεύεται ότι μέσω ενός εισαγόμενου φυτού καφέ από τη Λατινική Αμερική έφθασε αρχικά η ξυλέλα στην Απουλία, όπως σημειώνει ο Πετρόνι, αλλά και σύμφωνα με μία μελέτη με επικεφαλής την Αναλίσα Τζαμπετρούτσι του Πανεπιστημίου Άλντο Μόρο στο Μπάρι της Ιταλίας. Προκειμένου, όμως, το το σχέδιο να είναι αποτελεσματικό, τα σκυλιά θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τα βακτήρια και σε άλλα φυτά, πέρα από την ελιά. «Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ακόμη αν οι ενώσεις που μυρίζουν τα σκυλιά προέρχονται από τις ρίζες ή από τα κλαδιά του δέντρου», επισημαίνει ο Πετρόνι. «Δεν είναι ακόμη σίγουροι αν, με την ίδια εκπαίδευση, θα μπορέσουν να ανακαλύψουν βακτήρια σε ένα δεντρολίβανο ή μια πικροδάφνη».

Σύμφωνα με όσα εξηγεί η Κριστίνα Ντέιβις, καθηγήτρια Μηχανολογίας και Αεροδιαστημικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δεν είναι απίθανη η ανακάλυψη του βακτηρίου από τα σκυλιά, ανεξαρτήτως του είδους της χλωρίδας. «Για παράδειγμα, υπάρχουν 50 πτητικές οργανικές ενώσεις που εκπέμπονται από κάθε είδος φυτού που έχει προσβληθεί από ξυλέλα», εξηγεί ο Πετρόνι. «Θα μπορούσε ένα μέρος αυτών των ενώσεων να είναι κοινό για όλα τα φυτά». Συμπληρώνει βέβαια, ότι υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει, αλλά οι ερευνητές ευελπιστούν ότι τα σκυλιά ανίχνευσης του βακτηρίου Xylella fastidiosa θα αποτελέσουν ένα ακόμη όπλο κατά των θανατηφόρων βακτηρίων, όπως υπογραμμίζει ο Πετρόνι.

Παρά ταύτα, η περιβαλλοντική καταστροφή είναι ήδη τεράστια. Ο Ντι Ντόγια ανησυχεί, όχι μόνο για τις τρομερές επιπτώσεις της ξυλέλας στη Νότια Ιταλία, αλλά και για τις ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τα ατελείωτα δάση νεκρών ελαιόδεντρων, κατά την αποσύνθεσή τους. «Είναι ένα κόστος που πρέπει να πληρώσουμε όλοι, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για να περιορίσουμε μια περιβαλλοντική καταστροφή», τονίζει ο Ντι Ντόγια μιλώντας στο BBC.


 

Σχετικά Άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ